Σίβυλλα: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και Σίβιλλα Α<br />(στην [[αρχαιότητα]]) [[γυναίκα]] η οποία σε [[κατάσταση]] έκστασης προέλεγε, [[κατά]] τρόπο αυθόρμητο και [[χωρίς]] να ερωτηθεί, όσα επρόκειτο να συμβούν στο [[μέλλον]] («απ' τών Ρωμαίων τα ιερά... οι Σίβυλλες / σπαράζανε στον τρίποδα να πούνε ένα χρησμό», Άγγ. Σικελιανός)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[άτομο]] μυστηριώδες, αινιγματικό.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η, ΝΜΑ, και Σίβιλλα Α<br />(στην [[αρχαιότητα]]) [[γυναίκα]] η οποία σε [[κατάσταση]] έκστασης προέλεγε, [[κατά]] τρόπο αυθόρμητο και [[χωρίς]] να ερωτηθεί, όσα επρόκειτο να συμβούν στο [[μέλλον]] («απ' τών Ρωμαίων τα ιερά... οι Σίβυλλες / σπαράζανε στον τρίποδα να πούνε ένα χρησμό», Άγγ. Σικελιανός)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[άτομο]] μυστηριώδες, αινιγματικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:40, 29 December 2020
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, Sibyl, Heraclit.92, Ar.Pax 1095,1116, Pl.Phdr. 244b. Early writers only recognize A one Sibyl (Σίβυλλαι καὶ Βάκιδες, Arist.Pr.954a36, is no exception), first localized at Erythrae or Cumae, Id.Mir.838a6; later, others are mentioned, cf. Str.14.1.34, Paus.10.12.1 sqq., Sch.Pl.l.c., Buresch Klaros p.120. [Σίβιλλα IG22.1534.85 (iv B.C.).]
German (Pape)
[Seite 877] ἡ, die Sibylle, s. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
Σίβυλλα: ἡ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1095, 1116, Πλάτ. Φαῖδρ. 244Β. ― Κατὰ τὸν Ἱερών. (πρὸς Ἰοβ. 41) ἀντὶ Θεοβούλη (Δωρικ. Σιο-βόλλα), ἡ ἀγγέλλουσα τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ, προφῆτις. Οἱ παλαιότεροι ἀναγνωρίζουσι μόνον μίαν Σίβυλλαν (ἐπειδὴ τὸ Σίβυλλαι καὶ Βάκιδες, Ἀριστ. Πρβλ. 30. 1, 19, προδήλως δὲν δύνανται νὰ θεωρηθῇ ὡς ἐξαίρεσις). Ὡς τόπος αὐτῆς ὡρίζοντο αἱ Ἐρυθραὶ ἢ ἡ Κύμη, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· βραδύτερον γίνεται λόγος περὶ πολλῶν Σιβυλλῶν, οὕτως ἡ Δελφική, ἡ Σαμία, κτλ., πρβλ. Σαλμάσ. εἰς Σολιν. σ. 75 κἑξ., Ἀλεξάνδρου Χρησμ. Σιβυλλ. Ἐκδρ. 1, σ. 98 κἑξ. ― Ἐν. Ἀττ. Ἐπιγρ. ἀπὸ τοῦ 320 π. Χ. φέρεται καὶ Σίβιλλα. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 61.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και Σίβιλλα Α
(στην αρχαιότητα) γυναίκα η οποία σε κατάσταση έκστασης προέλεγε, κατά τρόπο αυθόρμητο και χωρίς να ερωτηθεί, όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον («απ' τών Ρωμαίων τα ιερά... οι Σίβυλλες / σπαράζανε στον τρίποδα να πούνε ένα χρησμό», Άγγ. Σικελιανός)
νεοελλ.
μτφ. άτομο μυστηριώδες, αινιγματικό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
Σίβυλλα: ἡ, Σίβυλλα, προφήτης που ανήγγελλε ή διερμήνευε τη βούληση των θεών· έδρα της θεωρούντο οι Ερυθραί ή η Κύμη, σε Αριστοφ., Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
ης
Grammatical information: f.
Meaning: Sibylla, name of a prophetess from Asia Minor (Heraclit., Ar., Pl. a.o.; cf. Nilsson Gr. Rel. I2 561 a. 620, v. Wilamowitz Glaube 2, 34 n. 1).
Other forms: (-ιλλα Att. inscr. IVa; Schwyzer 256).
Derivatives: σιβύλλ-ειος sibylline, τὰ -εια the sibyll. books (D. H., Plu. a. o.), -ιακός id. (D. S.), -ιστής m. sibylline seer (Plu. a. o.), -ιάω to long for the S., to be addicted to oracles (Ar. Eq. 61), -αίνω to announce like the S. (D. S.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Etymology unknown; unfounded hypotheses of Hrozný Geschichte Vorderasiens (1940) 144 (to Accad. sîbu old); of Carnoy Ant. class. 24, 23. Cf. also Güntert Götter und Geister 32 n. (non-Greek). -- The word is clearly Pre-Greek.
Middle Liddell
Σίβυλλα, ἡ,
a Sibyl, prophetess, Ar., Plat. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
Σίβυλλα: -ης
{Síbulla}
Forms: (-ιλλα att. Inschr. IVa; Schwyzer 256)
Grammar: f.
Meaning: Sibylla, N. einer Seherin kleinasiat. Ursprungs (Heraklit., Ar., Pl. u.a.; vgl. Nilsson Gr. Rel. I2 561 u. 620, v. Wilamowitz Glaube 2, 34 A. 1).
Derivative: Davon σιβύλλειος sibyllinisch, τὰ -εια ‘die sibyll. Bücher’ (D. H., Plu. u. a.), -ιακός ib. (D. S.), -ιστής m. sibyllinischer Seher (Plu. u. a.), -ιάω ‘nach der S. verlangen, orakelsüchtig sein’ (Ar. Eq. 61), -αίνω ‘wie die S. verkünden’ (D. S.).
Etymology : Etymologie unbekannt; unbegründete Hypothesen von Hrozný Geschichte Vorderasiens (1940) 144 (zu akkad. sîbu alt); von Carnoy Ant. class. 24, 23. Vgl. noch Güntert Götter und Geister 32 A. (nichtgriechisch).
Page 2,700