άλλως: Difference between revisions
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (Α [[ἄλλως]])<br />με [[άλλο]] τρόπο, διαφορετικά, [[αλλιώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σε αντίθετη [[περίπτωση]], [[ειδεμή]]<br /><b>2.</b> (σε [[σύνθεση]] με το τε) [[άλλωστε]]<br />[[εκτός]] τούτου, εξάλλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «[[ἄλλως]] πως» ή «πως [[ἄλλως]]», με κάποιο [[άλλο]] τρόπο, [[κάπως]] [[αλλιώς]]<br />«[[ἄλλως]] [[οὐδαμῶς]]», με κανένα [[άλλο]] τρόπο<br /><b>2.</b> «καὶ [[ἄλλως]]» ή «[[ἄλλως]] δέ» <br />α) και [[εκτός]] τούτου, [[επίσης]], επί [[πλέον]] β) σε [[κάθε]] [[περίπτωση]], [[οπωσδήποτε]]<br /><b>3.</b> <b>περίφρ.</b> «[[ἄλλως]] τε καὶ», και για άλλους λόγους και..., [[κυρίως]], κατεξοχήν, [[προπάντων]], και [[μάλιστα]]<br /><b>4.</b> με καλύτερο τρόπο, καλύτερα<br /><b>5.</b> δωρεάν<br /><b>6.</b> (με ουσιαστικά) [[τίποτε]] [[άλλο]] από, [[απλώς]]<br /><b>7.</b> [[αλλιώς]] από ό,τι θα έπρεπε να [[είναι]], τυχαία, άσκοπα<br /><b>8.</b> [[μάταια]], του [[κάκου]]<br /><b>9.</b> [[αλλιώς]] από ό,τι [[είναι]] [[ορθό]], άτοπα, [[κακώς]]<br /><b>10.</b> (ελλειπτική [[περίφραση]]) «τὴν [[ἄλλως]]» (ενν. ἄγουσαν ὁδόν)<br />α) [[μάταια]]<br />β) γενικά, αδιάφορα.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>επίρρ.</b> (Α [[ἄλλως]])<br />με [[άλλο]] τρόπο, διαφορετικά, [[αλλιώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σε αντίθετη [[περίπτωση]], [[ειδεμή]]<br /><b>2.</b> (σε [[σύνθεση]] με το τε) [[άλλωστε]]<br />[[εκτός]] τούτου, εξάλλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «[[ἄλλως]] πως» ή «πως [[ἄλλως]]», με κάποιο [[άλλο]] τρόπο, [[κάπως]] [[αλλιώς]]<br />«[[ἄλλως]] [[οὐδαμῶς]]», με κανένα [[άλλο]] τρόπο<br /><b>2.</b> «καὶ [[ἄλλως]]» ή «[[ἄλλως]] δέ» <br />α) και [[εκτός]] τούτου, [[επίσης]], επί [[πλέον]] β) σε [[κάθε]] [[περίπτωση]], [[οπωσδήποτε]]<br /><b>3.</b> <b>περίφρ.</b> «[[ἄλλως]] τε καὶ», και για άλλους λόγους και..., [[κυρίως]], κατεξοχήν, [[προπάντων]], και [[μάλιστα]]<br /><b>4.</b> με καλύτερο τρόπο, καλύτερα<br /><b>5.</b> δωρεάν<br /><b>6.</b> (με ουσιαστικά) [[τίποτε]] [[άλλο]] από, [[απλώς]]<br /><b>7.</b> [[αλλιώς]] από ό,τι θα έπρεπε να [[είναι]], τυχαία, άσκοπα<br /><b>8.</b> [[μάταια]], του [[κάκου]]<br /><b>9.</b> [[αλλιώς]] από ό,τι [[είναι]] [[ορθό]], άτοπα, [[κακώς]]<br /><b>10.</b> (ελλειπτική [[περίφραση]]) «τὴν [[ἄλλως]]» (ενν. ἄγουσαν ὁδόν)<br />α) [[μάταια]]<br />β) γενικά, αδιάφορα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀλληνάλλως]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἄλλως)
με άλλο τρόπο, διαφορετικά, αλλιώς
νεοελλ.
1. σε αντίθετη περίπτωση, ειδεμή
2. (σε σύνθεση με το τε) άλλωστε
εκτός τούτου, εξάλλου
αρχ.
1. (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «ἄλλως πως» ή «πως ἄλλως», με κάποιο άλλο τρόπο, κάπως αλλιώς
«ἄλλως οὐδαμῶς», με κανένα άλλο τρόπο
2. «καὶ ἄλλως» ή «ἄλλως δέ»
α) και εκτός τούτου, επίσης, επί πλέον β) σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε
3. περίφρ. «ἄλλως τε καὶ», και για άλλους λόγους και..., κυρίως, κατεξοχήν, προπάντων, και μάλιστα
4. με καλύτερο τρόπο, καλύτερα
5. δωρεάν
6. (με ουσιαστικά) τίποτε άλλο από, απλώς
7. αλλιώς από ό,τι θα έπρεπε να είναι, τυχαία, άσκοπα
8. μάταια, του κάκου
9. αλλιώς από ό,τι είναι ορθό, άτοπα, κακώς
10. (ελλειπτική περίφραση) «τὴν ἄλλως» (ενν. ἄγουσαν ὁδόν)
α) μάταια
β) γενικά, αδιάφορα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλλος.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀλληνάλλως].