αγανακτώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και -χτώ και -[[κτίζω]] και -[[χτίζω]] [Α ἀγανακτῶ (-έω)]<br />[[δυσανασχετώ]], δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι <b>(αμτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] ή [[αποκτώ]] [[κάτι]] με [[δυσκολία]], στενοχωριέμαι, [[δεινοπαθώ]]<br /><b>2.</b> [[αδημονώ]]<br /><b>3.</b> κουράζομαι, αποκάνω, [[απαυδώ]]<br /><b>(μτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[εξοργίζω]], [[εκνευρίζω]], [[εξερεθίζω]]<br /><b>2.</b> [[καταπονώ]] ψυχικά κάποιον, τον [[στενοχωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[επίδραση]] του ψύχους στο [[σώμα]]) [[αισθάνομαι]] έντονο ερεθισμό<br /><b>2.</b> (για το [[κρασί]]) [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]], [[βράζω]]<br /><b>3.</b> [[παρουσιάζω]] εξωτερικά [[σημεία]] λύπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιη, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγανέω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγαμαι]], [[ἀγάομαι]], [[εκφραστικός]] [[σχηματισμός]] με θεματική [[παρέκταση]] -<i>ακτέω</i> (πρβλ. [[ὑλάω]]- [[ὑλακτέω]]) ή <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγανέκτης</i>, <i>ἀγανάκτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγαν]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἔχω</i>. Πρβλ. <i>πλεονεκτῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλεονέκτης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλέον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἔχω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγανακτητικός]], [[ἀγανακτητός]], [[ἀγανάκτησις]], [[ἀγανακτικός]] <b>μσν.</b> <i>ἀγανάκτημα</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ἀγανακτημένος</i>, <i>ἀγανάκτητος</i>, <i>ἀγαναχτίζω</i>].
|mltxt=και -χτώ και -[[κτίζω]] και -[[χτίζω]] [Α ἀγανακτῶ (-έω)]<br />[[δυσανασχετώ]], δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι <b>(αμτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] ή [[αποκτώ]] [[κάτι]] με [[δυσκολία]], στενοχωριέμαι, [[δεινοπαθώ]]<br /><b>2.</b> [[αδημονώ]]<br /><b>3.</b> κουράζομαι, αποκάνω, [[απαυδώ]]<br /><b>(μτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[εξοργίζω]], [[εκνευρίζω]], [[εξερεθίζω]]<br /><b>2.</b> [[καταπονώ]] ψυχικά κάποιον, τον [[στενοχωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[επίδραση]] του ψύχους στο [[σώμα]]) [[αισθάνομαι]] έντονο ερεθισμό<br /><b>2.</b> (για το [[κρασί]]) [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]], [[βράζω]]<br /><b>3.</b> [[παρουσιάζω]] εξωτερικά [[σημεία]] λύπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιη, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγανέω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγαμαι]], [[ἀγάομαι]], [[εκφραστικός]] [[σχηματισμός]] με θεματική [[παρέκταση]] -<i>ακτέω</i> (πρβλ. [[ὑλάω]]- [[ὑλακτέω]]) ή <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγανέκτης</i>, <i>ἀγανάκτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγαν]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἔχω</i>. Πρβλ. <i>πλεονεκτῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλεονέκτης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλέον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἔχω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγανακτητικός]], [[ἀγανακτητός]], [[ἀγανάκτησις]], [[ἀγανακτικός]] <b>μσν.</b> <i>ἀγανάκτημα</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ἀγανακτημένος</i>, <i>ἀγανάκτητος</i>, <i>ἀγαναχτίζω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

και -χτώ και -κτίζω και -χτίζω [Α ἀγανακτῶ (-έω)]
δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι
νεοελλ.
Ι (αμτβ.)
1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ
2. αδημονώ
3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ
(μτβ.)
1. εξοργίζω, εκνευρίζω, εξερεθίζω
2. καταπονώ ψυχικά κάποιον, τον στενοχωρώ
αρχ.
1. (για την επίδραση του ψύχους στο σώμα) αισθάνομαι έντονο ερεθισμό
2. (για το κρασί) υφίσταμαι ζύμωση, βράζω
3. παρουσιάζω εξωτερικά σημεία λύπης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιη, πιθ. < ἀγανέω < ἄγαμαι, ἀγάομαι, εκφραστικός σχηματισμός με θεματική παρέκταση -ακτέω (πρβλ. ὑλάω- ὑλακτέω) ή < ἀγανέκτης, ἀγανάκτης < ἄγαν + ἔχω. Πρβλ. πλεονεκτῶ < πλεονέκτης < πλέον + ἔχω.
ΠΑΡ. ἀγανακτητικός, ἀγανακτητός, ἀγανάκτησις, ἀγανακτικός μσν. ἀγανάκτημα
νεοελλ.
ἀγανακτημένος, ἀγανάκτητος, ἀγαναχτίζω].