αδιάκριτος: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιάκριτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, [[δυσδιάκριτος]], [[αξεχώριστος]], [[αδιαχώριστος]]<br /><b>2.</b> <b>(εττίρρ.)</b> <i>αδιακρίτως</i><br />[[δίχως]] [[διάκριση]], ανεξαιρέτως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[διακριτικότητα]], ο μη [[διακριτικός]], [[περίεργος]], [[αναιδής]], [[αγενής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αδιάκριτο</i><br />η [[αδιακρισία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[κρίση]], [[απερίσκεπτος]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἀδιάκριτον</i><br />[[απερισκεψία]], [[επιπολαιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]], [[ετερόκλητος]], συγκεχυμένος, μπερδεμένος<br /><b>2.</b> [[ακατανόητος]], [[ακατάληπτος]]<br /><b>3.</b> [[αναποφάσιστος]]<br /><b>4.</b> [[αχαλίνωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιάκριτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, [[δυσδιάκριτος]], [[αξεχώριστος]], [[αδιαχώριστος]]<br /><b>2.</b> <b>(εττίρρ.)</b> <i>αδιακρίτως</i><br />[[δίχως]] [[διάκριση]], ανεξαιρέτως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[διακριτικότητα]], ο μη [[διακριτικός]], [[περίεργος]], [[αναιδής]], [[αγενής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αδιάκριτο</i><br />η [[αδιακρισία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[κρίση]], [[απερίσκεπτος]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἀδιάκριτον</i><br />[[απερισκεψία]], [[επιπολαιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]], [[ετερόκλητος]], συγκεχυμένος, μπερδεμένος<br /><b>2.</b> [[ακατανόητος]], [[ακατάληπτος]]<br /><b>3.</b> [[αναποφάσιστος]]<br /><b>4.</b> [[αχαλίνωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[διακριτός]] <span style="color: red;"><</span> [[διακρίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀδιακρισία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιάκριτος, -ον)
1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος
2. (εττίρρ.) αδιακρίτως
δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος, αναιδής, αγενής
2. το ουδ. ως ουσ. το αδιάκριτο
η αδιακρισία
μσν.
1. αυτός που δεν έχει κρίση, απερίσκεπτος, επιπόλαιος
2. το ουδ. ως ουσ. το ἀδιάκριτον
απερισκεψία, επιπολαιότητα
αρχ.
1. ανάμικτος, ετερόκλητος, συγκεχυμένος, μπερδεμένος
2. ακατανόητος, ακατάληπτος
3. αναποφάσιστος
4. αχαλίνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διακριτός < διακρίνω.
ΠΑΡ. ἀδιακρισία.