ακήρατος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκήρατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[άθικτος]], [[ανέπαφος]], [[ακέραιος]]<br /><b>2.</b> [[καθαρός]], [[αγνός]], [[ανόθευτος]], [[άσπιλος]], [[αμόλυντος]], [[παρθενικός]]<br /><b>3.</b> [[ακούρευτος]]<br /><b>4.</b> [[αθέριστος]]<br /><b>5.</b> απαλλαγμένος από [[κάτι]], [[απρόσβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ἀ</i>-<i>κέρα</i>-<i>τος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>κερα</i>- (πρβλ. <i>κερα</i>-<i>ΐζω</i>, <i>ἀ</i>-<i>κέρα</i>-<i>ιος</i>). Η [[παραγωγή]] της λ. από το ρ. [[κηραίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κὴρ</i>) «[[βλάπτω]], [[καταστρέφω]]» (που θα δικαιολογούσε το <i>η</i> της λ. [[ἀκήρατος]]) προσκρούει στο ότι το ρ. [[κηραίνω]] αποτελεί χρονικά μεταγενέστερο σχηματισμό, [[έτσι]] η [[μακρότητα]] (του η) στο [[ἀκήρατος]] ([[αντί]] [[ἀκέρατος]]) θα [[πρέπει]] [[μάλλον]] να ερμηνευθεί [[είτε]] με τον βραχυντικό νόμο του <i>Saussure</i> -για την [[αποφυγή]] των πολλών αλλεπάλληλων βραχέων<br />[[είτε]] με ετυμολογική [[επίδραση]] της λ. <i>κὴρ</i> (<b>βλ.</b> και ετυμολ. του [[ἀκέραιος]]). Αν δεν δεχθούμε ότι η σημ. «[[καθαρός]], [[αγνός]], [[ανόθευτος]]» [[είναι]] [[προϊόν]] σημασιολογικής εξελίξεως της αρχικής σημ. «[[άθικτος]], [[ανέπαφος]]» με πιθανή αναλογική (παρετυμολογική) [[επίδραση]] του [[κεράννυμι]] μέσω των [[ἄκρατος]] / [[ἄκρητος]], [[τότε]] θα [[πρέπει]] να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη ενός άλλου ομόηχου τ. [[ἀκήρατος]] («[[ἀκήρατος]] ΙΙ») που θα παράγεται διαφορετικά, απευθείας δηλ. από το [[κεράννυμι]] (πρβλ. Λεξικό Liddell-Scott). Εδώ προτιμήθηκε η α' [[άποψη]] (Chantraine), [[έτσι]] γίνεται [[λόγος]] για έναν κοινό τ. [[ἀκήρατος]] (όπως και για ένα κοινό παράγωγο [[ἀκηράσιος]]). Τέλος, οι σημ. (3) και (4) οδήγησαν ορισμένους και στη [[διάκριση]] και ενός τρίτου, διαφορετικού τ. [[ακήρατος]], παραγώγου του ρ. [[κείρω]] «[[κουρεύω]]», [[διάκριση]] που δεν φαίνεται να γίνεται ευρύτερα αποδεκτή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκηράσιος]].
|mltxt=[[ἀκήρατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[άθικτος]], [[ανέπαφος]], [[ακέραιος]]<br /><b>2.</b> [[καθαρός]], [[αγνός]], [[ανόθευτος]], [[άσπιλος]], [[αμόλυντος]], [[παρθενικός]]<br /><b>3.</b> [[ακούρευτος]]<br /><b>4.</b> [[αθέριστος]]<br /><b>5.</b> απαλλαγμένος από [[κάτι]], [[απρόσβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <i>ἀ</i>-<i>κέρα</i>-<i>τος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>κερα</i>- (πρβλ. <i>κερα</i>-<i>ΐζω</i>, <i>ἀ</i>-<i>κέρα</i>-<i>ιος</i>). Η [[παραγωγή]] της λ. από το ρ. [[κηραίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κὴρ</i>) «[[βλάπτω]], [[καταστρέφω]]» (που θα δικαιολογούσε το <i>η</i> της λ. [[ἀκήρατος]]) προσκρούει στο ότι το ρ. [[κηραίνω]] αποτελεί χρονικά μεταγενέστερο σχηματισμό, [[έτσι]] η [[μακρότητα]] (του η) στο [[ἀκήρατος]] ([[αντί]] [[ἀκέρατος]]) θα [[πρέπει]] [[μάλλον]] να ερμηνευθεί [[είτε]] με τον βραχυντικό νόμο του <i>Saussure</i> -για την [[αποφυγή]] των πολλών αλλεπάλληλων βραχέων<br />[[είτε]] με ετυμολογική [[επίδραση]] της λ. <i>κὴρ</i> (<b>βλ.</b> και ετυμολ. του [[ἀκέραιος]]). Αν δεν δεχθούμε ότι η σημ. «[[καθαρός]], [[αγνός]], [[ανόθευτος]]» [[είναι]] [[προϊόν]] σημασιολογικής εξελίξεως της αρχικής σημ. «[[άθικτος]], [[ανέπαφος]]» με πιθανή αναλογική (παρετυμολογική) [[επίδραση]] του [[κεράννυμι]] μέσω των [[ἄκρατος]] / [[ἄκρητος]], [[τότε]] θα [[πρέπει]] να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη ενός άλλου ομόηχου τ. [[ἀκήρατος]] («[[ἀκήρατος]] ΙΙ») που θα παράγεται διαφορετικά, απευθείας δηλ. από το [[κεράννυμι]] (πρβλ. Λεξικό Liddell-Scott). Εδώ προτιμήθηκε η α' [[άποψη]] (Chantraine), [[έτσι]] γίνεται [[λόγος]] για έναν κοινό τ. [[ἀκήρατος]] (όπως και για ένα κοινό παράγωγο [[ἀκηράσιος]]). Τέλος, οι σημ. (3) και (4) οδήγησαν ορισμένους και στη [[διάκριση]] και ενός τρίτου, διαφορετικού τ. [[ακήρατος]], παραγώγου του ρ. [[κείρω]] «[[κουρεύω]]», [[διάκριση]] που δεν φαίνεται να γίνεται ευρύτερα αποδεκτή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκηράσιος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκήρατος, -ον (Α)
1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος
2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός
3. ακούρευτος
4. αθέριστος
5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ -κέρα-τος < ρίζα κερα- (πρβλ. κερα-ΐζω, -κέρα-ιος). Η παραγωγή της λ. από το ρ. κηραίνω (< κὴρ) «βλάπτω, καταστρέφω» (που θα δικαιολογούσε το η της λ. ἀκήρατος) προσκρούει στο ότι το ρ. κηραίνω αποτελεί χρονικά μεταγενέστερο σχηματισμό, έτσι η μακρότητα (του η) στο ἀκήρατος (αντί ἀκέρατος) θα πρέπει μάλλον να ερμηνευθεί είτε με τον βραχυντικό νόμο του Saussure -για την αποφυγή των πολλών αλλεπάλληλων βραχέων
είτε με ετυμολογική επίδραση της λ. κὴρ (βλ. και ετυμολ. του ἀκέραιος). Αν δεν δεχθούμε ότι η σημ. «καθαρός, αγνός, ανόθευτος» είναι προϊόν σημασιολογικής εξελίξεως της αρχικής σημ. «άθικτος, ανέπαφος» με πιθανή αναλογική (παρετυμολογική) επίδραση του κεράννυμι μέσω των ἄκρατος / ἄκρητος, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη ενός άλλου ομόηχου τ. ἀκήρατοςἀκήρατος ΙΙ») που θα παράγεται διαφορετικά, απευθείας δηλ. από το κεράννυμι (πρβλ. Λεξικό Liddell-Scott). Εδώ προτιμήθηκε η α' άποψη (Chantraine), έτσι γίνεται λόγος για έναν κοινό τ. ἀκήρατος (όπως και για ένα κοινό παράγωγο ἀκηράσιος). Τέλος, οι σημ. (3) και (4) οδήγησαν ορισμένους και στη διάκριση και ενός τρίτου, διαφορετικού τ. ακήρατος, παραγώγου του ρ. κείρω «κουρεύω», διάκριση που δεν φαίνεται να γίνεται ευρύτερα αποδεκτή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκηράσιος.