ακόμη: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ακόμα]] <b>επίρρ.</b>(Μ ἀκόμη)<br />Α. ([[χρονικό]])<br /><b>1.</b> ([[χωρίς]] [[άρνηση]]) α) έως [[τώρα]]<br />«το [[μωρό]] κοιμάται [[ακόμη]]» <br />β) [[μόλις]], [[πριν]] από λίγο<br />«[[ακόμη]] [[προχθές]] είχες [[άλλη]] [[γνώμη]]»<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) α) όχι έως [[τώρα]]<br />«δεν έχω διαβάσει [[ακόμη]]» <br />β) [[πριν]], [[προτού]] να<br />«[[ακόμη]] δεν μεγάλωσες και θέλεις [[αυτοκίνητο]];» <br />Β. (ποσοτικό) [[επιπλέον]], περισσότερο<br />«[[βάλε]] [[ακόμη]] [[ζάχαρη]] στον [[καφέ]]» <br />Γ. (επιτατικό) ([[πριν]] από συγκρ. επίθ. ή επίρρ.) πιο, περισσότερο<br />«το δικό του [[δωμάτιο]] [[είναι]] [[ακόμη]] μεγαλύτερο».<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και [[ακόμα]] <b>επίρρ.</b>(Μ ἀκόμη)<br />Α. ([[χρονικό]])<br /><b>1.</b> ([[χωρίς]] [[άρνηση]]) α) έως [[τώρα]]<br />«το [[μωρό]] κοιμάται [[ακόμη]]» <br />β) [[μόλις]], [[πριν]] από λίγο<br />«[[ακόμη]] [[προχθές]] είχες [[άλλη]] [[γνώμη]]»<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) α) όχι έως [[τώρα]]<br />«δεν έχω διαβάσει [[ακόμη]]» <br />β) [[πριν]], [[προτού]] να<br />«[[ακόμη]] δεν μεγάλωσες και θέλεις [[αυτοκίνητο]];» <br />Β. (ποσοτικό) [[επιπλέον]], περισσότερο<br />«[[βάλε]] [[ακόμη]] [[ζάχαρη]] στον [[καφέ]]» <br />Γ. (επιτατικό) ([[πριν]] από συγκρ. επίθ. ή επίρρ.) πιο, περισσότερο<br />«το δικό του [[δωμάτιο]] [[είναι]] [[ακόμη]] μεγαλύτερο».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>ἀκομὴ</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>ἀκμὴν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκμὴ</i><br />το -<i>ο</i>- της λ. <i>ἀκόμη</i> αναπτύχθηκε αναλογικά [[προς]] τα συγγενή σημασιολογικά επιρρ. [[τότε]], <i>όταν</i>, [[πότε]] κ.λπ., [[καθώς]] και [[προς]] τα αντωνυμικά επίθ. [[πόσος]], [[τόσος]] κ.λπ., με τα οποία η λ. [[συνήθως]] συνεκφέρεται. Ο [[αναβιβασμός]] του τόνου στο επίρρ. <i>ἀκόμη</i> οφείλεται [[επίσης]] σε αναλογική [[επίδραση]] τών [[παραπάνω]] λέξεων. Η κατάλ. -<i>α</i> του επιρρ. [[κατά]] τα [[πολλά]] σε -<i>α</i> επίρρ. της νεοελλ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
και ακόμα επίρρ.(Μ ἀκόμη)
Α. (χρονικό)
1. (χωρίς άρνηση) α) έως τώρα
«το μωρό κοιμάται ακόμη»
β) μόλις, πριν από λίγο
«ακόμη προχθές είχες άλλη γνώμη»
2. (με άρνηση) α) όχι έως τώρα
«δεν έχω διαβάσει ακόμη»
β) πριν, προτού να
«ακόμη δεν μεγάλωσες και θέλεις αυτοκίνητο;»
Β. (ποσοτικό) επιπλέον, περισσότερο
«βάλε ακόμη ζάχαρη στον καφέ»
Γ. (επιτατικό) (πριν από συγκρ. επίθ. ή επίρρ.) πιο, περισσότερο
«το δικό του δωμάτιο είναι ακόμη μεγαλύτερο».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἀκομὴ < αρχ. ἀκμὴν < ἀκμὴ
το -ο- της λ. ἀκόμη αναπτύχθηκε αναλογικά προς τα συγγενή σημασιολογικά επιρρ. τότε, όταν, πότε κ.λπ., καθώς και προς τα αντωνυμικά επίθ. πόσος, τόσος κ.λπ., με τα οποία η λ. συνήθως συνεκφέρεται. Ο αναβιβασμός του τόνου στο επίρρ. ἀκόμη οφείλεται επίσης σε αναλογική επίδραση τών παραπάνω λέξεων. Η κατάλ. -α του επιρρ. κατά τα πολλά σε -α επίρρ. της νεοελλ.].