αλώπηξ: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλώπηξ]] (-εκος), η (Α)<br /><b>1.</b> το ζώο [[αλεπού]]<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] [[πονηρός]], [[πανούργος]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] ιπτάμενου σκίουρου<br /><b>4.</b> [[είδος]] καρχαρία ή σκυλόψαρου (πρβλ. [[ἀλωπεκίας]])<br /><b>5.</b> η [[αρρώστια]] [[αλωπεκία]] (και στον πληθ.) <i>ἀλώπεκες</i>, φαλακρά μέρη του κεφαλιού<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> οι μυώνες της οσφυικής χώρας<br /><b>7.</b> [[κατά]] τον Ησύχιο και [[είδος]] χορού<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «μῆτιν [[ἀλώπηξ]]», [[είναι]] αληθινή [[αλεπού]] ως [[προς]] την [[πανουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της αρχαίας Ελληνικής που [[κυρίως]] χρησιμοποιήθηκε ως [[ονομασία]] ενός ζώου δειλού και περιφρονημένου και μεταφορικά ως [[χαρακτηρισμός]] του πανούργου ανθρώπου. Τύποι συγγενείς ετυμολογικά με τη λ. [[ἀλώπηξ]] απαντούν</i> και σε άλλες γλώσσες<br />πρβλ. αρμεν. <i>atues</i> (γεν. -<i>esu</i>) «[[αλεπού]]», λιθ. <i>lape</i>, λετον. <i>lapsa</i>, αρχ. ινδ. <i>lop</i><i>ā</i><i>śa</i> «[[τσακάλι]]», μεσαιων. περσ. <i>r</i><i>ō</i><i>p</i><i>ā</i><i>s</i> «[[αλεπού]]» πρβλ. [[επίσης]] και τους πιο απομακρυσμένους ετυμολογικά τ.: λατιν. <i>volpes</i> «[[αλεπού]]», λιθουαν. <i>vilpišys</i> «[[άγριος]] [[γάτος]]». Οι ποικιλίες που παρατηρούνται ως [[προς]] το [[τερματικό]] [[στοιχείο]] τών [[παραπάνω]] τ. οφείλονται [[είτε]] σε λεξιλογικές συνδέσεις [[είτε]] σε λόγους ευφημισμού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλωπεκία]], [[ἀλωπεκίας]], [[ἀλωπεκίασις]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλωπέκειος]], [[ἀλωπεκιδεύς]], [[ἀλωπέκιον]], [[ἀλωπεκίς]], [[ἀλωπός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀλωπεκίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀλωπεκοειδής]], [[ἀλωπέκουρος]].
|mltxt=[[ἀλώπηξ]] (-εκος), η (Α)<br /><b>1.</b> το ζώο [[αλεπού]]<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] [[πονηρός]], [[πανούργος]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] ιπτάμενου σκίουρου<br /><b>4.</b> [[είδος]] καρχαρία ή σκυλόψαρου (πρβλ. [[ἀλωπεκίας]])<br /><b>5.</b> η [[αρρώστια]] [[αλωπεκία]] (και στον πληθ.) <i>ἀλώπεκες</i>, φαλακρά μέρη του κεφαλιού<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> οι μυώνες της οσφυικής χώρας<br /><b>7.</b> [[κατά]] τον Ησύχιο και [[είδος]] χορού<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «μῆτιν [[ἀλώπηξ]]», [[είναι]] αληθινή [[αλεπού]] ως [[προς]] την [[πανουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Λέξη της αρχαίας Ελληνικής που [[κυρίως]] χρησιμοποιήθηκε ως [[ονομασία]] ενός ζώου δειλού και περιφρονημένου και μεταφορικά ως [[χαρακτηρισμός]] του πανούργου ανθρώπου. Τύποι συγγενείς ετυμολογικά με τη λ. [[ἀλώπηξ]] απαντούν</i> και σε άλλες γλώσσες<br />πρβλ. αρμεν. <i>atues</i> (γεν. -<i>esu</i>) «[[αλεπού]]», λιθ. <i>lape</i>, λετον. <i>lapsa</i>, αρχ. ινδ. <i>lop</i><i>ā</i><i>śa</i> «[[τσακάλι]]», μεσαιων. περσ. <i>r</i><i>ō</i><i>p</i><i>ā</i><i>s</i> «[[αλεπού]]» πρβλ. [[επίσης]] και τους πιο απομακρυσμένους ετυμολογικά τ.: λατιν. <i>volpes</i> «[[αλεπού]]», λιθουαν. <i>vilpišys</i> «[[άγριος]] [[γάτος]]». Οι ποικιλίες που παρατηρούνται ως [[προς]] το [[τερματικό]] [[στοιχείο]] τών [[παραπάνω]] τ. οφείλονται [[είτε]] σε λεξιλογικές συνδέσεις [[είτε]] σε λόγους ευφημισμού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλωπεκία]], [[ἀλωπεκίας]], [[ἀλωπεκίασις]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλωπέκειος]], [[ἀλωπεκιδεύς]], [[ἀλωπέκιον]], [[ἀλωπεκίς]], [[ἀλωπός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀλωπεκίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀλωπεκοειδής]], [[ἀλωπέκουρος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλώπηξ (-εκος), η (Α)
1. το ζώο αλεπού
2. άνθρωπος πονηρός, πανούργος
3. είδος ιπτάμενου σκίουρου
4. είδος καρχαρία ή σκυλόψαρου (πρβλ. ἀλωπεκίας)
5. η αρρώστια αλωπεκία (και στον πληθ.) ἀλώπεκες, φαλακρά μέρη του κεφαλιού
6. στον πληθ. οι μυώνες της οσφυικής χώρας
7. κατά τον Ησύχιο και είδος χορού
8. φρ. «μῆτιν ἀλώπηξ», είναι αληθινή αλεπού ως προς την πανουργία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη της αρχαίας Ελληνικής που κυρίως χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία ενός ζώου δειλού και περιφρονημένου και μεταφορικά ως χαρακτηρισμός του πανούργου ανθρώπου. Τύποι συγγενείς ετυμολογικά με τη λ. ἀλώπηξ απαντούν και σε άλλες γλώσσες
πρβλ. αρμεν. atues (γεν. -esu) «αλεπού», λιθ. lape, λετον. lapsa, αρχ. ινδ. lopāśa «τσακάλι», μεσαιων. περσ. rōpās «αλεπού» πρβλ. επίσης και τους πιο απομακρυσμένους ετυμολογικά τ.: λατιν. volpes «αλεπού», λιθουαν. vilpišys «άγριος γάτος». Οι ποικιλίες που παρατηρούνται ως προς το τερματικό στοιχείο τών παραπάνω τ. οφείλονται είτε σε λεξιλογικές συνδέσεις είτε σε λόγους ευφημισμού.
ΠΑΡ. ἀλωπεκία, ἀλωπεκίας, ἀλωπεκίασις
αρχ.
ἀλωπέκειος, ἀλωπεκιδεύς, ἀλωπέκιον, ἀλωπεκίς, ἀλωπός
αρχ.-μσν.
ἀλωπεκίζω.
ΣΥΝΘ. ἀλωπεκοειδής, ἀλωπέκουρος.