περίνεως: Difference between revisions Search Google

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Ueber" to "Über")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0583.png Seite 583]] ὁ, der auf dem Schiffe Ueberzählige, der keine Dienste thut auf dem Schiffe, der bloße Passagier; [[περίνεως]] πολλοὺς συμπλεῖν, den πρόσκωποι entgeggstzt, Thuc. 1, 10; dem [[ναύτης]] entggstzt, Ael. H. A. 2, 15; vgl. Poll. 1, 95. – Ader auch adj., wie Phot. erkl. ὁ [[δεύτερος]] ἱστὸς καὶ πάντα τὰ περιττὰ τῆς νεὼς σκεύη; u. so kommt in den Inscr. (Att. Seew.) αἱ περίνεῳ, sc. κῶπαι, vor.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0583.png Seite 583]] ὁ, der auf dem Schiffe Überzählige, der keine Dienste thut auf dem Schiffe, der bloße Passagier; [[περίνεως]] πολλοὺς συμπλεῖν, den πρόσκωποι entgeggstzt, Thuc. 1, 10; dem [[ναύτης]] entggstzt, Ael. H. A. 2, 15; vgl. Poll. 1, 95. – Ader auch adj., wie Phot. erkl. ὁ [[δεύτερος]] ἱστὸς καὶ πάντα τὰ περιττὰ τῆς νεὼς σκεύη; u. so kommt in den Inscr. (Att. Seew.) αἱ περίνεῳ, sc. κῶπαι, vor.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 23:45, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίνεως Medium diacritics: περίνεως Low diacritics: περίνεως Capitals: ΠΕΡΙΝΕΩΣ
Transliteration A: períneōs Transliteration B: perineōs Transliteration C: perineos Beta Code: peri/news

English (LSJ)

ὁ, gen. νεω, nom. pl. νεῳ, (ναῦς, Att. gen. νεώς)    A supernumerary or to spare in a ship, κῶπαι περίνεῳ IG22.1607.9, 19, al.; π. ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ… τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη, Hsch., cf. Phot.; of persons, supercargo, passenger, opp. πρόσκωπος, Th.1.10 ; opp. ναύτης, Ael.NA2.15, Anon. ap. Suid.; opp. αὐτερέτης, Procop.Vand.1.11, cf. Philostr.VA6.12, Phot.; but, marines, opp. τριηρῖται, D.C.49.1 : in sg., petty officer, gen. -νέου Artem.1.35.

German (Pape)

[Seite 583] ὁ, der auf dem Schiffe Überzählige, der keine Dienste thut auf dem Schiffe, der bloße Passagier; περίνεως πολλοὺς συμπλεῖν, den πρόσκωποι entgeggstzt, Thuc. 1, 10; dem ναύτης entggstzt, Ael. H. A. 2, 15; vgl. Poll. 1, 95. – Ader auch adj., wie Phot. erkl. ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ πάντα τὰ περιττὰ τῆς νεὼς σκεύη; u. so kommt in den Inscr. (Att. Seew.) αἱ περίνεῳ, sc. κῶπαι, vor.

Greek (Liddell-Scott)

περίνεως: ὁ, γεν. -νεω, πληθ. ὀνομ. -νεῳ· (ναῦς, Ἀττ. γεν. νεώς)· - ὁ ἐν πλοίῳ ὑπεράριθμοςπεριττός, αἱ περίνεῳ κῶπαι, αἱ ὑπεράριθμοι, Böckh. Urkund σ. 121· - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίνεως· ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ ... τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη», πρβλ. Φώτ.· - ἐπὶ προσώπων, ἐπιβάτης ἁπλοῦς, τὸ αὐτὸ καὶ πλωτήρ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσκωπος, Θουκ. 1. 10· πρὸς τὸ ναύτης Αἰλ. π. Ζ. 2. 15, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., πρβλ. Φιλόστρ. 250. - Κατὰ Φώτ. «περίνεως: τοὺς περιττοὺς καὶ ἔξω τῶν ὑπηρεσιῶν»· - ἀλλὰ παρὰ Δίωνι Κ. 49. 1, οἱ περίνεῳ, εἶναι οἱ περιττοὶ ναῦται, ἡ ἐφεδρεία αὐτῶν, καὶ παρ’ Ἀρτεμιδ. 1. 35, ὁ περίνεως, φαίνεται ὅτι εἶναιἔσχατος τῶν ὑπαξιωματικῶν.

French (Bailly abrégé)

ω (ὁ) :
passager sur un navire.
Étymologie: περί, ναῦς.

Greek Monolingual

-ων, Α
1. αυτός που δεν εκτελεί καμιά εργασία στο πλοίο, ο επιβάτης
2. στον πληθ. οἱ περίνεῳ
οι επί πλέον ναύτες, οι εφεδρικοί
3. κάθε περιττό σκεύος στο πλοίο
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίνεων
καθεμιά από τις πλευρές του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -νεως (< ναῦς, νεώς «πλοίο»), πρβλ. λιπό-νεως].

Greek Monotonic

περίνεως: ὁ, γεν. -νεω, ονομ. πληθ. -νεῳ· (ναῦς)· υπεράριθμο φορτίο πλοίου ή απλά ο επιβάτης, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

περίνεως: εω ὁ (не принадлежащий к команде корабля) пассажир Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίνεως -ω, ὁ [περί, ναῦς] passagier.

Frisk Etymological English


Grammatical information: m. Adj. a. subst. prop:
Meaning: "exceeding the ship (the equipment of the ship, its crew)", surplus, m. fellow passenger, passenger (Att. inscr., Th.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Hypostasis from περὶ ναϜός like περί-αλλος, -εργος a.o. (Sommer Nominalkomp. 123 f.); on the facts also Morrison Class Quart. 41, 131 f.

Middle Liddell

ναῦς
a supercargo or passenger, Thuc.

Frisk Etymology German

περίνεως: -ω
{períneōs}
Grammar: m. Adj. u. Subst. eig.
Meaning: "über das Schiff (die Schiffsausrüstung, -mannschaft) hinausgehend", überzählig, m. Mitfahrer, Passagier (att. Inschr., Th.).
Etymology : Hypostase aus περὶ ναϝός wie περίαλλος, -εργος u.a. (Sommer Nominalkomp. 123 f.); zum Sachlichen auch Morrison Class Quart. 41, 131 f.
Page 2,513-514