διευθύνω: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diefthyno
|Transliteration C=diefthyno
|Beta Code=dieuqu/nw
|Beta Code=dieuqu/nw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[make]] or [[keep straight]], δρόμον <span class="bibl">Ph.1.327</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[set right]], [[amend]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Prom.</span> 19</span>, <span class="bibl">Man.4.90</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[settle]] an account, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.924.8</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[make]] or [[keep straight]], δρόμον <span class="bibl">Ph.1.327</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[set right]], [[amend]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Prom.</span> 19</span>, <span class="bibl">Man.4.90</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[settle]] an account, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.924.8</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 00:40, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διευθύνω Medium diacritics: διευθύνω Low diacritics: διευθύνω Capitals: ΔΙΕΥΘΥΝΩ
Transliteration A: dieuthýnō Transliteration B: dieuthynō Transliteration C: diefthyno Beta Code: dieuqu/nw

English (LSJ)

A make or keep straight, δρόμον Ph.1.327. II set right, amend, Luc.Prom. 19, Man.4.90. III settle an account, PLond.3.924.8.

Greek (Liddell-Scott)

διευθύνω: [ῡ], μέλλ. -ῠνῶ, διορθώνω, ἐπανορθῶ, Λουκ. Προμ. 19. 2) κυβερνῶ, διοικῶ, Μανέθων 4. 90.

French (Bailly abrégé)

corriger.
Étymologie: διά, εὐθύνω.

Spanish (DGE)

I en v. act.
1 mantener recto τὸν δρόμον Ph.1.327, εὐθεῖαν ὁδόν Dig.27.1.10.3
fig. mantener con rectitud, llevar por el buen camino (τὴν βασιλείαν) Aristeas 188, τὰς ἀρχάς Vett.Val.254.6, τὴν βουλὴν κατὰ τὸ καλόν 1Ep.Clem.61.2, εἰς ἐκείνην τὴν τάξιν ... τὰ ἀνθρώπινα Them.Or.9.127a, τὰ ἡμέτερα πάντα προνοητικῶς Anon.Hier.Luc.42.5.
2 mantener, conservar, preservar (ὁ Ἥλιος) τὸν κύκλον Vett.Val.166.1, τοὺς καιρούς Meth.Symp.217.
3 enderezar, corregir εἴ τι μὴ καλῶς εἰρῆσθαι δοκεῖ, διευθύνετε Luc.Prom.19, cf. Cal.9, Man.4.90, τὰς δόξας Eus.HE 4.24.1, τὴν ... αἵρεσιν Eus.HE 5.28.2
resolver un asunto, poner en orden μέχρι οὗ διευθύνω ἃ πρός [με ἔχει Ἡρα] κλείδης hasta que resuelva el asunto que Heraclides tiene contra mí, PMich.533.8 (II d.C.), ἐκεῖνα πράγματα PGiss.72.8 (II d.C.), cf. POxy.495.9 (II d.C.) en BL 1.324
en v. med. tratar de resolver εἰ ἦν πρὸ τῆς γεννήσεως, ἢ οὐκ ἦν Gr.Naz.M.36.85C
fig. recomponer, uso euf. por aliviar el vientre διευθῦναι (τὴν γαστέρα) Aq.1Re.24.4.
4 pagar, saldar una cuenta ἐκ τῶν ἰδίων τὴν ὑπὲρ αὐτῆς παραγραφήν PLond.924.8 (II d.C.), τὰ δημόσια PFay.296, cf. PMich.629.9 (ambos II d.C.), τῷ ἱερ[ωτάτῳ] ταμιείῳ τὰ ... δημόσια πάντα PYoutie 78.15 (IV d.C.).
5 escoltar, acompañar τῆς τάξεως ... διευθυνούσης τὸν ὕπαρχον Lyd.Mag.3.35
flanquear αἱ ... τὴν πόλιν διευθύνουσαι στοαί Lyd.Mag.3.70.
II uso esp. de v. med. gozar de prosperidad, estar floreciente διεξαγέτω τὸν βίον, χαίρων καὶ διευθυνόμενος Nil.M.79.249A.

Greek Monolingual

(AM διευθύνω) ευθύνω
1. κάνω κάτι ευθύ σ' όλο του το μήκος, ισιώνω
2. κυβερνώ, διοικώ, έχω υπεύθυνη θέση, διευθύνω, κατευθύνω σ' ένα σημείο
νεοελλ.
1. στέλνω γράμμα, δέμα κ.λπ. στη διεύθυνση κάποιου
2. γράφω πάνω στο γράμμα τη διεύθυνση του παραλήπτη
αρχ.
1. διορθώνω, επανορθώνω
2. ελέγχω κάτι θεωρώντας το ως εσφαλμένο
3. διακανονίζω, πληρώνω.

Greek Monotonic

διευθύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, διορθώνω, επανορθώνω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διευθύνω: исправлять, улучшать (τὸν λόγον Luc.).

Middle Liddell

fut. ῠνῶ
to set right, amend, Luc.