κατερέω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katereo
|Transliteration C=katereo
|Beta Code=katere/w
|Beta Code=katere/w
|Definition=Att. κατερῶ, serving as fut. of aor. [[κατεῖπον]]: pf. [[κατείρηκα]]: —<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[speak against]], [[accuse]], τινος <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.4.8</span>; τινὸς πρός τινα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 595b</span>; τινὸς ἐναντίον τινός <span class="bibl">Id.<span class="title">Thg.</span>125a</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. acc., [[denounce]], τινὰ πρός τινα <span class="bibl">Hdt.3.71</span>: abs., κατερῶ Ἀθηναίοισι <span class="title">IG</span>12.39.25. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[declare]], [[πόθεν]]… <span class="bibl">Pi.<span class="title">Pae.</span>6.129</span>; [[tell plainly]], κ. ἐν τῷ κεῖται χώρῳ ἡ παρακαταθήκη <span class="bibl">Hdt.5.92</span>.ή; κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>518</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1106</span>(anap.); κ. τοὔνομ' ὅ τι ποτ' ἐστί σοι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>189</span>:—Pass., [[κατειρήσεται]] [[shall be declared]], <span class="bibl">Hdt.6.69</span>.</span>
|Definition=Att. κατερῶ, serving as fut. of aor. [[κατεῖπον]]: pf. [[κατείρηκα]]: —<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[speak against]], [[accuse]], τινος <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.4.8</span>; τινὸς πρός τινα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 595b</span>; τινὸς ἐναντίον τινός <span class="bibl">Id.<span class="title">Thg.</span>125a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. acc., [[denounce]], τινὰ πρός τινα <span class="bibl">Hdt.3.71</span>: abs., κατερῶ Ἀθηναίοισι <span class="title">IG</span>12.39.25. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[declare]], [[πόθεν]]… <span class="bibl">Pi.<span class="title">Pae.</span>6.129</span>; [[tell plainly]], κ. ἐν τῷ κεῖται χώρῳ ἡ παρακαταθήκη <span class="bibl">Hdt.5.92</span>.ή; κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>518</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1106</span>(anap.); κ. τοὔνομ' ὅ τι ποτ' ἐστί σοι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>189</span>:—Pass., [[κατειρήσεται]] [[shall be declared]], <span class="bibl">Hdt.6.69</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:20, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερέω Medium diacritics: κατερέω Low diacritics: κατερέω Capitals: ΚΑΤΕΡΕΩ
Transliteration A: kateréō Transliteration B: katereō Transliteration C: katereo Beta Code: katere/w

English (LSJ)

Att. κατερῶ, serving as fut. of aor. κατεῖπον: pf. κατείρηκα: —A speak against, accuse, τινος X.Cyr.1.4.8; τινὸς πρός τινα Pl.R. 595b; τινὸς ἐναντίον τινός Id.Thg.125a. 2 c. acc., denounce, τινὰ πρός τινα Hdt.3.71: abs., κατερῶ Ἀθηναίοισι IG12.39.25. II declare, πόθενPi.Pae.6.129; tell plainly, κ. ἐν τῷ κεῖται χώρῳ ἡ παρακαταθήκη Hdt.5.92.ή; κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ar.Nu.518, cf. E.Med.1106(anap.); κ. τοὔνομ' ὅ τι ποτ' ἐστί σοι Ar.Pax189:—Pass., κατειρήσεται shall be declared, Hdt.6.69.

German (Pape)

[Seite 1397] ion. = κατερῶ (s. unten).

Greek (Liddell-Scott)

κατερέω: Ἀττ. κατερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ ἀορ. κατεῖπον: πρκμ. κατείρηκα·- λέγω, ὁμιλῶ ἐναντίον τινός, κατηγορῶ, τινός τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· τινος πρός τινα Πλάτ. Πόλ. 595Β· τινος ἐναντίον τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεάγ. 125Α. 2) μετ’ αἰτ., ψέγω, μέμφομαι, τινα ἢ τι πρός τινα Ἡρόδ. 3. 71. ΙΙ. λέγω ἢ ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, Ἡρόδ. 5. 92, 7· κατερῶ πρός γ’ ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ἀριστοφ. Νεφ. 518, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1106, Ἀριστοφ. Εἰρ. 189, κτλ.- Παθ., κατειρήσεται ἐς σέ, θὰ διακηρυχθῇ, Ἡρόδ. 6. 69.

French (Bailly abrégé)

fut. ion. de κατερῶ.

English (Slater)

κατερέω
   1 I shall proclaim ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς, πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα (sc. Αἴγινα) (Pae. 6.129)

Greek Monotonic

κατερέω: Αττ. κατ-ερῶ, λειτουργεί ως μέλ. του αόρ. βʹ κατεῖπον, παρακ. κατάρηκα·
I. 1. μιλώ εναντίον κάποιου, κατηγορώ, τινός, σε Ξεν., Πλάτ.
2. με αιτ., ψέγω, μέμφομαι, σε Ηρόδ.
II. λέω ή μιλώ με απλότητα, εκφέρω, στον ίδ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ., κατειρήσεται, θα δηλωθεί, θα ανακοινωθεί, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατερέω: ион. = κατερῶ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατερέω Ion. fut. van* κατείρω.

Middle Liddell

attic κατ-ερῶ [serving as fut. of the aor2 κατεῖπον perf. κατείρηκα
I. to speak against, accuse, τινός Xen., Plat.
2. c. acc. to denounce, Hdt.
II. to say or tell plainly, speak out, Hdt., Eur., etc.:— Pass., κατειρήσεται it shall be declared, Hdt.