κυβίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyvizo
|Transliteration C=kyvizo
|Beta Code=kubi/zw
|Beta Code=kubi/zw
|Definition=(κύβος) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[make into a cube]], τὸ πλῆθος τῷ σχήματι Plu.2.979f; of numbers, [[raise to the cube]], <span class="bibl">Hero <span class="title">Metr.</span>3.22</span>:—Pass., <span class="bibl">Procl.<span class="title">Hyp.</span>4.102</span>, <span class="title">Theol.Ar.</span>33; to [[be multiplied]], <span class="bibl">Hippol.<span class="title">Haer.</span>1.2.10</span>.</span>
|Definition=(κύβος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[make into a cube]], τὸ πλῆθος τῷ σχήματι Plu.2.979f; of numbers, [[raise to the cube]], <span class="bibl">Hero <span class="title">Metr.</span>3.22</span>:—Pass., <span class="bibl">Procl.<span class="title">Hyp.</span>4.102</span>, <span class="title">Theol.Ar.</span>33; to [[be multiplied]], <span class="bibl">Hippol.<span class="title">Haer.</span>1.2.10</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:15, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβίζω Medium diacritics: κυβίζω Low diacritics: κυβίζω Capitals: ΚΥΒΙΖΩ
Transliteration A: kybízō Transliteration B: kybizō Transliteration C: kyvizo Beta Code: kubi/zw

English (LSJ)

(κύβος) A make into a cube, τὸ πλῆθος τῷ σχήματι Plu.2.979f; of numbers, raise to the cube, Hero Metr.3.22:—Pass., Procl.Hyp.4.102, Theol.Ar.33; to be multiplied, Hippol.Haer.1.2.10.

German (Pape)

[Seite 1523] zum Würfel machen; Plut. sagt von den Thunfischen ἀεὶ τὸ πλῆθος τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῦσιν, ἓξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενον, sie bilden einen Würfel mit ihrer ganzen Masse, de sol. anim. 29. – Eine Zahl in den Kubus erheben, Theolog. arithm.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβίζω: μέλλ. -ίσω, (κύβος) ποιῶ τι εἰς σχῆμα κύβου, Πλούτ. 2. 979F· ― Παθ., ἀνυψοῦμαι εἰς τὸν κύβον, ἐπὶ ἀριθμῶν, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 55.

French (Bailly abrégé)

former ou figurer un cube.
Étymologie: κύβος.

Greek Monolingual

(I)
(AM κυβίζω) κύβος
1. δίνω σε κάτι σχήμα κύβου («ἀεὶ τὸ πλῆθος τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῡσιν ἕξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενοι», Πλούτ.)
2. υψώνω αριθμό στον κύβο, στην τρίτη δύναμη
νεοελλ.
1. συνάπτω μεταξύ τους πολλά ομοειδή αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματιστεί από αυτά σωρός με τις διαστάσεις του κυβικού μέτρου ή μεγαλύτερος σωρός, σχήματος ορθογωνίου ή τετραγώνου, διαιρετού σε κυβικά μέτρα
2. μετρώ έναν όγκο ή χώρο σε κυβικά μέτρα
αρχ.
παθ. κυβίζομαι
πολλαπλασιάζομαι.
(II)
κυβίζω (Μ) κύβη
χαμηλώνω το κεφάλι, σκύβω.

Russian (Dvoretsky)

κῠβίζω: образовывать куб, принимать кубическую форму Plut.