προσποιητός: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prospoiitos
|Transliteration C=prospoiitos
|Beta Code=prospoihto/s
|Beta Code=prospoihto/s
|Definition=όν, or ή, όν Demarat. ap. Plu.2.309d, or προσποίητος:—<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">taken to oneself, assumed, affected, pretended</b>, ἐραστής <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>222a</span>; ἔχθραι <span class="bibl">D.58.39</span>; ἡ π. καλοκἀγαθία <span class="bibl">Din.3.18</span>; φιλανθρωπία <span class="bibl">Arist.<span class="title">VV</span>1251b3</span>; [[φυγή]] Demarat. l.c. Adv. <b class="b3">-ητῶς</b> or <b class="b3">-ήτως</b>, opp. <b class="b3">τῷ ὄντι</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>174d</span>, cf. <span class="bibl">D.C.44.47</span>, etc.: neut. pl. [[προσποιητά]] as Adv., <span class="bibl">Babr.103.5</span>, <span class="bibl">106.17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> to [[be adopted]], Stoic.1.57.</span>
|Definition=όν, or ή, όν Demarat. ap. Plu.2.309d, or προσποίητος:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">taken to oneself, assumed, affected, pretended</b>, ἐραστής <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>222a</span>; ἔχθραι <span class="bibl">D.58.39</span>; ἡ π. καλοκἀγαθία <span class="bibl">Din.3.18</span>; φιλανθρωπία <span class="bibl">Arist.<span class="title">VV</span>1251b3</span>; [[φυγή]] Demarat. l.c. Adv. <b class="b3">-ητῶς</b> or <b class="b3">-ήτως</b>, opp. <b class="b3">τῷ ὄντι</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>174d</span>, cf. <span class="bibl">D.C.44.47</span>, etc.: neut. pl. [[προσποιητά]] as Adv., <span class="bibl">Babr.103.5</span>, <span class="bibl">106.17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> to [[be adopted]], Stoic.1.57.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:20, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσποιητός Medium diacritics: προσποιητός Low diacritics: προσποιητός Capitals: ΠΡΟΣΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: prospoiētós Transliteration B: prospoiētos Transliteration C: prospoiitos Beta Code: prospoihto/s

English (LSJ)

όν, or ή, όν Demarat. ap. Plu.2.309d, or προσποίητος:—A taken to oneself, assumed, affected, pretended, ἐραστής Pl.Ly.222a; ἔχθραι D.58.39; ἡ π. καλοκἀγαθία Din.3.18; φιλανθρωπία Arist.VV1251b3; φυγή Demarat. l.c. Adv. -ητῶς or -ήτως, opp. τῷ ὄντι, Pl.Tht.174d, cf. D.C.44.47, etc.: neut. pl. προσποιητά as Adv., Babr.103.5, 106.17. 2 to be adopted, Stoic.1.57.

German (Pape)

[Seite 778] od. προσποίητος, angenommen, erheuchelt, nachgeahmt; Ggstz γνήσιος, Plat. Lys. 222 a; οὐ προσποιήτως, ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν, Theaet. 1744; Dem. u. Sp., wie D. Hal. 6, 70; – υἱός, ein angenommener, adoptirter Sohn.

Greek (Liddell-Scott)

προσποιητός: -όν, ἢ ή, όν, ἢ προσποίητος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493· - ὁ κατὰ προσποίησιν, οὐχὶ ἀληθής, ψευδής, ὑποκριτικός, ἐραστὴς Πλάτ. Λῦσ. 222Α· ἔχθραι Δημ. 1334 ἐν τέλ.· ἡ πρ. καλοκαγαθία Δείναρχ. 110. 34· φιλανθρωπία Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 2· φυγὴ Στοβ. τ. 39. 52. - Ἐπίρρ. -τῶς ἢ -τως, ἀντίθετον τῷ τῷ ὄντι, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Δίων Κ. 44. 47, κτλ.· ὡσαύτως προσποιητὰ ὡς ἐπίρρ., Βάβρ. 103. 5., 106. 17.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
simulé ; adv. • προσποιητά, par feinte.
Étymologie: προσποιέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσποιητός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και προσποίητος, -ον, Α προσποιοῡμαι
1. αυτός που γίνεται κατά προσποίηση, ψεύτικος, πλαστός, επίπλαστος, επιτηδευμένος, υποκριτικός (α. «προσποιητό χαμόγελο» β. «προσποίητος φιλανθρωπία», Αριστοτ.)
μσν.
(το αρσ. εν. ως ουσ.) ὁ προσποιητός
διεκδικητής
αρχ.
1. εκείνος τον οποίο πρέπει να υιοθετήσει κανείς
2. το αρσ. ως ουσ.προσποιητός
ο υποκριτής.
επίρρ...
προσποιητώς / προσποιητῶς ΝΜΑ, και προσποιητά Ν
με υποκριτικό τρόπο, με προσποίηση, επιτηδευμένα.

Greek Monotonic

προσποιητός: -όν και -ή, -όν, ψεύτικος, προσποιητός, υποκριτικός, σε Δημ.· επίρρ. -τῶς ή -τως, αντίθ. προς τῷ ὄντι, σε Πλάτ.· επίσης προσποιητά, ως επίρρ., σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

προσποιητός: и προσποίητος 2 притворный, деланный, напускной (ἐραστής Plat.; ὀργή Arst.; ἔχθραι Dem.; φυγή Plut.).

Middle Liddell

προσποιητός, όν
taken to oneself, assumed, affected, pretended, Dem.:—adv. -τῶς or -τως, opp. to τῷ ὄντι, Plat.; also προσποιητά as adv., Babr.