πρώξ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proks
|Transliteration C=proks
|Beta Code=prw/c
|Beta Code=prw/c
|Definition=ἡ, gen. [[πρωκός]], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[dewdrop]], only pl., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ τέττιξ <span class="bibl">Theoc.4.16</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Ap.</span>41</span>, Hsch.</span>
|Definition=ἡ, gen. [[πρωκός]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dewdrop]], only pl., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ τέττιξ <span class="bibl">Theoc.4.16</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Ap.</span>41</span>, Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:55, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώξ Medium diacritics: πρώξ Low diacritics: πρωξ Capitals: ΠΡΩΞ
Transliteration A: prṓx Transliteration B: prōx Transliteration C: proks Beta Code: prw/c

English (LSJ)

ἡ, gen. πρωκός, A dewdrop, only pl., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ τέττιξ Theoc.4.16, cf. Call.Ap.41, Hsch.

German (Pape)

[Seite 803] ἡ, gen. πρωκός, Tropfen; Csilim. Apoll. 41; πρῶκας σιτίσδεται ὥςπερ ὁ τέττιξ, Theocr. 4, 16. Nach den Alten von πρωΐ, eigtl. Thautropfen.

Greek (Liddell-Scott)

πρώξ: ἡ, γεν. πρωκός, σταγὼν δρόσου· ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ πληθ., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερτέττιξ Θεόκρ. 4. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρῶκες, σταγόνες, ψεκάδες, σταλαγμοί».

Greek Monolingual

-ωκός, ἡ, Α
1. σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα
2. στον πληθ. αἱ πρῶκες
οι σταγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρώξ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα pr- (πρβλ. πρόξ) της ρίζας perk- «μελανόστικτος, παρδαλός» (για τη σημ. της ρίζας βλ. λ. περκνός) με φωνηεντισμό -ō- της εκτεταμένης ετεροιωμένης βαθμίδας (πρβλ. θώψ, κλώψ, ῥώξ, τρώξ) και αποτελεί πιθ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. με σημ. «στάζω, στίζω» (για τη σημ. αυτή πρβλ. αρχ. ινδ. pŕsan- «στικτός», prsata- «σταγόνα νερού»)].

Greek Monotonic

πρώξ: ἡ, γεν. πρωκός, σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πρώξ: πρωκός ἡ (только pl.) капля росы, росинка Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρώξ -ωκός, ἡ [~ πρόξ] dauwdruppel, alleen plur.

Frisk Etymological English

πρωκός
Grammatical information: f.
Meaning: dewdrop (Theoc., Call.).
Other forms: only pl. πρῶκες.
Origin: IE [Indo-European] [820] *proḱ- drop (spotted).
Etymology: Formation like κλώψ, ῥῶπες, τρώξ a. o. (s. Chantraine Form. 2, Schwyzer 424); so prob. prop. a nom. agentis "the dripper, the sprinkler" from a lost verb for sprinkle, which left traces in several derived adj., s. περκνός. On the meaning sprinkle : drop cf. esp. Skt. pŕ̥ṣan- spotted, speckled, pr̥ṣatá- m. spotted gazelle (Ved.), drop of water (ep. class.).

Middle Liddell

a dewdrop, Theocr.

Frisk Etymology German

πρώξ: πρωκός,
{prṓks}
Forms: nur pl. πρῶκες
Grammar: f.
Meaning: Tautropfen (Theck., Kall.).
Etymology : Bildung wie κλώψ, ῥῶπες, τρώξ u. a. (s. Chantraine Form. 2, Schwyzer 424); somit wohl eig. ein Nom. agentis "der Tropfer, der Sprenkler" von einem verlorengegangenen Verb für sprenkeln, das in mehreren abgeleiteten Adj. Spuren hinterlassen hat, s. περκνός. Zur Bed. sprenkeln : Tropfen vgl. bes. aind. pŕ̥ṣan- gefleckt, scheckig, pr̥ṣatá- m. gesprenkelte Gazelle (ved.), Wassertropfen (ep. klass.).
Page 2,608