συμμύω: Difference between revisions
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symmyo | |Transliteration C=symmyo | ||
|Beta Code=summu/w | |Beta Code=summu/w | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[shut up]], [[close]], of wounds, σὺν δ' ἕλκεα πάντα μέμυκεν <span class="bibl">Il.24.420</span>; of the eyelids, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>45e</span>; <b class="b3">ἄνω κεχηνὼς ἢ κάτω συμμεμυκώς</b> looking up with open lips or down [[with closed lips]], <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>529b</span> (hence, to [[be silent]], <b class="b3">ἵνα συμμύσαντες πειθαρχῶσιν</b> prob. in <span class="bibl">Plb.30.32.8</span>); also of other openings, as of the [[os uteri]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>5.51</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>582b19</span>, al.; of pores, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>251b</span>; of bivalve shell-fish, <span class="bibl">Epich.42</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>535a18</span>; of the 'sleep' of plants, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.19.1</span>, al., <span class="title">Gp.</span>11.20.3; of shields which 'give' under a blow, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>5.3.4</span>; of the double reed of a musical instrument, ib.<span class="bibl">4.11.4</span>; of green wood, ib.<span class="bibl">5.6.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:15, 31 December 2020
English (LSJ)
A shut up, close, of wounds, σὺν δ' ἕλκεα πάντα μέμυκεν Il.24.420; of the eyelids, Pl.Ti.45e; ἄνω κεχηνὼς ἢ κάτω συμμεμυκώς looking up with open lips or down with closed lips, Id.R.529b (hence, to be silent, ἵνα συμμύσαντες πειθαρχῶσιν prob. in Plb.30.32.8); also of other openings, as of the os uteri, Hp.Aph.5.51, Arist. HA582b19, al.; of pores, Pl.Phdr.251b; of bivalve shell-fish, Epich.42, Arist.HA535a18; of the 'sleep' of plants, Thphr.CP2.19.1, al., Gp.11.20.3; of shields which 'give' under a blow, Thphr. HP5.3.4; of the double reed of a musical instrument, ib.4.11.4; of green wood, ib.5.6.3.
German (Pape)
[Seite 983] intrans., sich zuschließen; σὺν δ' ἕλκεα πάντα μέμυκεν, Il. 24, 420; ἄνω κεχηνὼς ἢ κάτω συμμεμυκώς, Plat. Rep. VIII, 529 b; ὑπὸ σκληρότητος συμμεμυκότα, zusammengeschlossen, gedrängt, Phaedr. 251 b, Arist. physiogn. 3 setzt ὄμμα συμμύον dem ἀνεπτυγμένον entgegen. – Auch die Lippen schließen, d. i. schweigen, ἵνα συμμύσαντες πειθαρχῶσιν, Pol. 31, 8, 8, Em. für συμμίξαντες.
Greek (Liddell-Scott)
συμμύω: μέλλ. -ύσω, συγκλείομαι, κλείομαι, ἐπὶ τραυμάτων ἢ ἑλκῶν, σὺν δ’ ἕλκεα πάντα μέμυκε Ἰλ. Ω. 420· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν βλεφάρων καὶ τῶν χειλέων, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Τίμ. 45Ε· καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου, κάτω συμμεμυκώς, ἐστραμμένος πρὸς τὰ κάτω μὲ κλειστοὺς τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 529Β (ἐντεῦθεν, σιωπῶ, Πολύβ. 31. 8, 8)· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων ἀνοιγμάτων, οἷον ἐπὶ τοῦ στομίου τῆς μήτρας ἐγκύων γυναικῶν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 1255, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 4, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν πόρων, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β· ἐπὶ διθύρου ὀστρακοδέρμου, Ἐπίχ. 23 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 32· ἐπὶ φυτῶν καὶ ἀνθέων, Θεόφρ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
se rapprocher, se fermer en parl. des paupières, des lèvres ; en parl. de pers. avoir les yeux fermés.
Étymologie: σύν, μύω.
Greek Monolingual
ΜΑ
(αμτβ.) (για τραύματα ή πληγές, για τα μάτια, για το στόμιο της μήτρας τών έγκυων γυναικών ή και για φυτά ή άνθη) κλείνω («τὰ κρίνα οὔπω ἀνεῳγότα ἀλλ' ἔτι συμμεμυκότα», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μύω «κλείνω»].
Greek Monotonic
συμμύω: μέλ. -μύσω, κλείνω μαζί, κλείνω εντελώς, είμαι εντελώς κλεισμένος, λέγεται για τραύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· συμμεμυκώς, αυτός που έχει τα μάτια του κλειστά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συμμύω:
1) закрываться (σὺν δ᾽ ἕλκεα πάντα μέμυκε Hom.; ὅταν τὰ βλέφαρα συμμύσῃ Plat.);
2) держать глаза закрытыми: κάτω συμμεμυκώς Plat. склонившись вниз с закрытыми глазами;
3) держать рот закрытым, т. е. молчать: συμμύσαντες Polyb. безмолвные или молча.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-μύω zich sluiten, dichtgaan:. σύν … ἕλκεα πάντα μέμυκεν de wonden zijn allemaal dichtgegaan Il. 24.420; συμμεμυκώς met gesloten mond Plat. Resp. 529b.
Middle Liddell
fut. -μύσω
to be shut up, to close, be closed, of wounds, Il.; συμμεμυκώς with closed eyes, Plat.