ἀφροσύνη: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afrosyni | |Transliteration C=afrosyni | ||
|Beta Code=a)frosu/nh | |Beta Code=a)frosu/nh | ||
|Definition=ἡ, (ἄφρων) <span class="sense"> | |Definition=ἡ, (ἄφρων) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[folly]], [[thoughtlessness]], freq. in pl., παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων <span class="bibl">Od.24.457</span>, cf. <span class="bibl">16.278</span>: in sg., οὐδέ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης <span class="bibl">Il.7.110</span>, cf. <span class="bibl">Democr.254</span>, <span class="bibl">Hdt.3.146</span>, <span class="bibl">9.82</span>; κοῦφαι ἀ. <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1230</span> (lyr.); καταφρόνησιν ἢ . . ἀ. μετωνόμασται <span class="bibl">Th.1.122</span>; opp. [[σωφροσύνη]] and [[σοφία]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>332e</span>; συμβαίνει ἡ ἀ. μετὰ ἀκρασίας ἀρετή <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1146a27</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:50, 31 December 2020
English (LSJ)
ἡ, (ἄφρων) A folly, thoughtlessness, freq. in pl., παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Od.24.457, cf. 16.278: in sg., οὐδέ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης Il.7.110, cf. Democr.254, Hdt.3.146, 9.82; κοῦφαι ἀ. S.OC1230 (lyr.); καταφρόνησιν ἢ . . ἀ. μετωνόμασται Th.1.122; opp. σωφροσύνη and σοφία, Pl.Prt.332e; συμβαίνει ἡ ἀ. μετὰ ἀκρασίας ἀρετή Arist.EN1146a27.
German (Pape)
[Seite 415] ἡ, Unvernunft, Thorheit, von Hom. an überall, auch im plur., Od. 16, 278. Bei Plat. theils der σωφροσύνη, theils der σοφία entgeggstzt, Prot. 332 e. Bei Xen. Cyr. 4, 2, 41 = die Besinnungslosigkeit des Rausches.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφροσύνη: [ῠ], ἡ, (ἄφρων) ἔλλειψις φρονήσεως, ἀνοησία, ἀπερισκεψία, μωρία, Ὅμ. ἐν τῷ πληθ., παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Ὀδ. Ω. 456, πρβλ. Π. 278· ἐν τῷ ἑνικ., οὐ δὲ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης Ἰλ. Η. 110, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 146., 9. 82: κοῦφαι ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1230· καταφρόνησιν ἣ.. ἀφρ. μετωνόμασται Θουκ. 1. 122· ἀντίθ. τῷ σωφροσύνη ἢ σοφία, Πλάτ. Πρωτ. 332Ε.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
démence, folie ; αἱ ἀφροσύναι actes de folies, paroles ou actions déraisonnables.
Étymologie: ἄφρων.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. -α B.15.57, E.Ba.387, Aesara p.51, etc.
1 en sent. abstr. insensatez, locura οὐδέ τί σε χρὴ ... ἀφροσύνης Il.7.110, τὴν (τοῦ Μήδου) ἀφροσύνην δέξαι Hdt.9.82, cf. 3.146, οὐ ... σε ... ἐν ἀφροσύνῃ καθελόντες S.Ant.383, οἱ κακοὶ ... ἀφροσύνης καὶ θράσεος πίμπλανται Democr.B 254, Πενθεῖ δὲ τί μέρος ἀφροσύνης προσῆκ' ἐμῆς; E.Ba.1301, cf. Tr.990, IA 1430, ἐπίδειξις τῆς τῶν πολλῶν ἀφροσύνης Hp.Vict.1.24, καταφρόνησιν ... ἣ ... ἀ. μετωνόμασται Th.1.122, cf. X.Mem.1.4.8, op. σωφροσύνη y σοφία Pl.Prt.332e, καθαροὶ ... τῆς τοῦ σώματος ἀφροσύνης Pl.Phd.67a, μαντικὴν ἀφροσύνῃ θεὸς ἀνθρωπίνῃ δέδωκεν Pl.Ti.71e, συμβαίνει ἡ ἀ. μετὰ ἀκρασίας ἀρετή Arist.EN 1146a27, περὶ ... τῆς ἀφροσύνης ... ἐρῶ Diog.Oen.32.1.3, cf. Chrysipp.Stoic.3.21, ἀ. καὶ ἀταξία περὶ τὰν ψυχάν Aesara l.c., ἐν ἀφροσύνῃ λέγω estoy hablando con desatino 2Ep.Cor.11.21, cf. 11.1, 17
•en plu. actos de insensatez παῖδας καταπαύεμεν ἀφροσυνάων Od.24.457, cf. 16.278, κούφας ἀφροσύνας φέρον S.OC 1230, ἁ (Ὕβρις) κέρδεσσι καὶ ἀφροσύναις θάλλουσ' B.l.c.
2 desmesura, jactancia μὴ ταπεινωθῇς ἐν ἀφροσύνῃ σου LXX Si.13.8, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀ. Eu.Marc.7.22.
English (Strong)
from ἄφρων; senselessness, i.e. (euphemistically) egotism; (morally) recklessness: folly, foolishly(-ness).
English (Thayer)
ἀφροσύνης, ἡ (ἄφρων), foolishness, folly, senselessness: thoughtlessness, recklessness, Homer down.)
Greek Monolingual
η (AM ἀφροσύνη) άφρων
απερισκεψία, μωρία.
Greek Monotonic
ἀφροσύνη: ἡ (ἄφρων), αφροσύνη, απερισκεψία, ανοησία, σε ενικ. και πληθ., σε Όμηρ., Σοφ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφροσύνη: ἡ тж. pl. неразумие, безрассудство Hom., Soph., Her., Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut.
Middle Liddell
ἄφρων
folly, thoughtlessness, senselessness, in sg. and pl., Hom., Soph., Thuc.
Chinese
原文音譯:¢frosÚnh 阿-弗羅需尼
詞類次數:名詞(4)
原文字根:不-意向 共同 相當於: (כָּסַל) (נְבָלָה)
字義溯源:無知,愚昧,愚笨,愚妄,狂妄;源自(ἄφρων)=無知的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=無)與(φρήν)*=心思,悟性)組成。世人看愚昧為無知,沒有常識,不懂人情世故。聖經中看愚昧是不認識神,愚頑人心裏說,沒有神( 詩14:1; 53:1)。保羅所講論的愚昧是完全另外一種說法:我們為基督的緣故算是愚拙的( 林前4:10);十字架的道理,在那滅亡的人為愚拙,在我們得救的人卻為神的大能( 林前1:18)
出現次數:總共(4);可(1);林後(3)
譯字彙編:
1) 愚妄(3) 林後11:1; 林後11:17; 林後11:21;
2) 狂妄(1) 可7:22