ἄσωστος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asostos | |Transliteration C=asostos | ||
|Beta Code=a)/swstos | |Beta Code=a)/swstos | ||
|Definition=ον, (σῴζω) <span class="sense"> | |Definition=ον, (σῴζω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">not to be saved, past recovery</b>, ἄσωστά οἵ ἐστιν <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>13.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>12.24</span> (ii B. C.). Adv. <b class="b3">-τως, διατίθεσθαι, ἔχειν</b>, Dsc.2.141, Gal.15.753.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:50, 1 January 2021
English (LSJ)
ον, (σῴζω) A not to be saved, past recovery, ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.NA13.7, PFay.12.24 (ii B. C.). Adv. -τως, διατίθεσθαι, ἔχειν, Dsc.2.141, Gal.15.753.
German (Pape)
[Seite 382] unrettbar, Plut. Ale. 3; Ael. H. A. 13, 8. S. ἄσωτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut sauver.
Étymologie: ἀ, σῴζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 insalvable, perdido de una vida licenciosa ἄσωστον αὐτῷ τὸν λοιπὸν βίον ἔσεσθαι Antipho Fr.66, cf. Clem.Al.Paed.2.1.7
•incurable (νοσήματα) ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.NA 13.7
•neutr. plu. como adv. sin salvación de unos cazadores ἀποπίπτουσιν D.P.Au.3.1.
2 adv. -ως en estado desesperado, sin salvación διατίθεσθαι Dsc.2.141, ἔχειν Gal.15.753.
Greek Monolingual
και ανέσωστος και άσωτος, -η, -ο (AM ἄσωστος, -ον) σώζω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, ανεξάντλητος, ατέλειωτος
2. ελλιπής, ασυμπλήρωτος
3. αυτός που δεν έχει ακόμη διασωθεί
4. αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς, απλησίαστος
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν μπορεί να σωθεί, αθεράπευτος
2. αυτός που δεν μπορεί να γλυτώσει, να αποφύγει τον θάνατο.