ἐκκλείω: Difference between revisions
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekkleio | |Transliteration C=ekkleio | ||
|Beta Code=e)kklei/w | |Beta Code=e)kklei/w | ||
|Definition=Ion. ἐκκληΐω or ἐκκλήω, old Att. ἐκκλήω : Att. fut. -<span class="sense"> | |Definition=Ion. ἐκκληΐω or ἐκκλήω, old Att. ἐκκλήω : Att. fut. -<span class="sense"><span class="bld">A</span> κλῄσω <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1127</span> : Dor. aor. 1 -κλᾳξα <span class="title">Com.Adesp.</span>1203.7 (dub.) : pf. ἐκκέκλεικα <span class="bibl">Men.<span class="title">Sam.</span>201</span> :—[[shut out from]], c.gen., <b class="b3">ἐ. ἄλλον ἄλλοσε στέγης</b> E.l.c. :—Pass., to [[be shut out]], Id.<span class="title">HF</span>330. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[shut out]], [[exclude from]], πόλιν τῆς μετοχῆς <span class="bibl">Hdt.1.144</span> ; <b class="b3">τῆς συμμαχίας, τῶν ὅρκων</b>, <span class="bibl">Aeschin.2.85</span>,<span class="bibl">3.74</span> : c. acc. et inf., ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους <span class="bibl">D.19.26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[hinder]], [[prevent]], τῷ καιρῷ τὴν κατηγορίαν <span class="bibl">Plb.18.8.2</span> ; τὴν θήραν <span class="bibl">D.S.3.16</span> :—Pass., <b class="b3">ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ</b> [[being prevented]] by [want of] time, <span class="bibl">Hdt.1.31</span> ; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν <span class="bibl">D.S.18.3</span> : c. inf., ἐ. ποιεῖν τι <span class="bibl">Id.4.32</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">MM</span>1198b16</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[shut off]], [[cut off]], ζωῆς ὁδούς <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.342</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:05, 1 January 2021
English (LSJ)
Ion. ἐκκληΐω or ἐκκλήω, old Att. ἐκκλήω : Att. fut. -A κλῄσω E.Or.1127 : Dor. aor. 1 -κλᾳξα Com.Adesp.1203.7 (dub.) : pf. ἐκκέκλεικα Men.Sam.201 :—shut out from, c.gen., ἐ. ἄλλον ἄλλοσε στέγης E.l.c. :—Pass., to be shut out, Id.HF330. 2 metaph., shut out, exclude from, πόλιν τῆς μετοχῆς Hdt.1.144 ; τῆς συμμαχίας, τῶν ὅρκων, Aeschin.2.85,3.74 : c. acc. et inf., ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους D.19.26. 3 hinder, prevent, τῷ καιρῷ τὴν κατηγορίαν Plb.18.8.2 ; τὴν θήραν D.S.3.16 :—Pass., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ being prevented by [want of] time, Hdt.1.31 ; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν D.S.18.3 : c. inf., ἐ. ποιεῖν τι Id.4.32, cf. Arist.MM1198b16. 4 shut off, cut off, ζωῆς ὁδούς Opp.C.2.342.
German (Pape)
[Seite 763] ion. ἐκκληίω, altatt. ἐκκλῄω (s. κλείω), ausschließen, nicht einlassen; Eur. Herc. Fur. 330; τινὰ τῆς πόλεως Pol. 25, 1, 10; τῆς μετοχῆς ἐξεκλήϊσαν Her. 1, 144; τῆς συμμαχίας ἐκκλείων αὐτόν Aesch. 2, 85; verhindern, εἰρήνην Aesch. 2, 110; τὴν κατηγορίαν Pol. 17, 8; ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους Dem. 19, 26; ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, durch die Zeit gedrängt, Her. 1, 31; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν, durch die Umstände gehindert, D. Sic. 18, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκλείω: Ἰων. ἐκκληΐω, Ἀττ. ἐκκλῄω: μέλλ. Ἀττ. -κλῄσω Εὐρ. Ὀρ. 1127, Δωρ. -κλάξω Ἑλλ. Κωμ. Meineke 4 σ. 676. Κλείω, μετὰ γεν. ἐκκλῄσομεν ἄλλον ἄλλοσε στέγης Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., κλείομαι ἔξω, νῦν γὰρ ἐκκεκλῄμεθα, εἴμεθα κεκλεισμένοι ἔξω, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 330. 2) μεταφ., ἀποκλείω, ἤτοι δὲν ἐπιτρέπω εἴς τινα νὰ ἔχῃ μέρος ἔν τινι πράγματι, τῆς μετοχῆς Ἡρόδ. 1. 144· τῆς συμμαχίας, τῶν ὅρκων Αἰσχίν. 39. 23., 64. 19· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους Δημ. 349. 5. 3) ἐμποδίζω, κωλύω, τὴν κατηγορίαν Πολύβ. 17. 8, 2· τὴν θήραν Διόδ. 3. 16: ― Παθ., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, ἐμποδιζόμενοι, κωλυόμενοι ἕνεκα ἐλλείψεως χρόνου, Ἡρόδ. 1. 31· ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν Διόδ. 18. 3· μετ’ ἀπαρ., ἐκκ. ποιεῖν τι ὁ αὐτ. 4. 32.
French (Bailly abrégé)
1 exclure, interdire l’entrée : τινά τινος exclure qqn de qch;
2 empêcher, interdire : τι qch ; ἐκκληΐεσθαί τινι être empêché par qch.
Étymologie: ἐκ, κλείω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐκκλῄω Hdt.1.31, E.Or.1127, Aeschin.2.85
I c. ac. de pers.
1 encerrar ἐκκλῄσομέν σφας ἄλλον ἄλλοσε στέγης los encerraremos a cada uno en un sitio distinto del palacio E.Or.1127, μ' ... ἔξωθεν ἐκκέκλεικε Men.Sam.416, en v. pas. δόμους ἀνοίξας (νῦν γὰρ ἐκκεκλῄμεθα) E.HF 330.
2 forzar, constreñir, apremiar en v. pas. ἐκκληιόμενοι τῇ ὥρῃ constreñidos por el tiempo Hdt.l.c., cf. PEnteux.54.4 (III a.C.), ILabr.8.8 (III a.C.), ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν D.S.18.3.
3 excluir, expulsar c. gen. o giro prep. τοὺς περὶ τὸ ἱρὸν ἀνομήσαντας ἐξεκλήισαν τῆς μετοχῆς Hdt.1.144, cf. PEnteux.53.6 (III a.C.), τῆς συμμαχίας ἐκκλῄων αὐτόν Aeschin.2.85, cf. 3.74, τοὶς μὲν πολίταις ... ἐξεκλάϊσε ἐκ τᾶς πόλιος [πα] νδαμί expulsó en masa a los ciudadanos fuera de la ciudad, IG 12(2).526a.7 (Ereso IV a.C.), ἑτέρων αὐτοὺς ἐκκεκλεικότων τῆς πόλεως Plb.23.17.10, en v. pas. προστάτης ... ἐκκλειόμενος ... τῶν ... τιμίων Plb.6.9.8, cf. Herm.Sim.1.5, abs. ἐκκλεῖσαι ὑμᾶς θέλουσιν Ep.Gal.4.17, fig. en v. pas. ποῦ οὖν ἡ καύχησις; ἐξεκλείσθη Ep.Rom.3.27.
II c. ac. de abstr. o cosa
1 c. abstr. impedir οἱ τὴν εἰρήνην ἐκκλῄοντες Aeschin.2.110, τὴν ... κατηγορίαν Plb.18.8.2, τὴν ... θήραν D.S.3.16, ἐκκλείει τὰ τῆς ἀγάπης Didym.Gen.44.19, c. ac. e inf. ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους impedían a los demás obtener el turno de palabra D.19.26.
2 c. ac. de cosa cerrar, bloquear ζωῆς ἐξέκλεισεν ὁδοὺς πνοιῆς τε διαύλους Opp.C.2.342
•cercar, vallar un terreno alrededor de una tumba SEG 36.935 (Roma, crist.).
English (Strong)
from ἐκ and κλείω; to shut out (literally or figuratively): exclude.
English (Thayer)
1st aorist infinitive ἐκκλεῖσαι; 1st aorist passive ἐξεκλείσθην; (from (Herodotus) Euripides down); to shut out: to turn out of doors: to prevent the approach of one, passive in Romans 3:27.
Greek Monolingual
ἐκκλείω και ιων. τ. ἐκκληΐζω (Α)
1. κλείνω έξω από κάτι
2. αποκλείω, δεν επιτρέπω
3. εμποδίζω
4. αποκόπτω.
Greek Monotonic
ἐκκλείω: Ιων. -κληΐω, Αττ. -κλῄω, μέλ. Αττ. -κλῄσω·
1. κλείνω έξω από ένα μέρος, αποκλείω, με γεν., σε Ευρ.
2. μεταφ., αποκλείω από ένα πράγμα, εμποδίζω, σε Ηρόδ., Αισχίν. — Παθ., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, αυτοί που παρεμποδίζονται από το χρόνο (από την έλλειψη χρόνου), σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκλείω: ион. ἐκκληΐω, староатт. ἐκκλῄω
1) исключать, не допускать, изгонять (τινὰ στέγης Eur.; αὐτοὺς ἐκκεκλεικότες τῆς πόλεως Polyb.): ἐ. τινὰ τῆς μετοχῆς Her. не допускать кого-л. к участию (в общем святилище);
2) препятствовать (τι Polyb. и ποιεῖν τι Dem.): τὴν εἰρήνην ἐ. Aeschin. противиться заключению мира; ἐκκλεῖσθαι τοῦ πράττειν τι Arst. встречать помехи в совершении чего-л.: ἐκκληϊόμενος τῇ ὥρῃ Her. стесненный во времени, за недостатком времени; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν Polyb. стесненный обстоятельствами; ἐ. λὸγου τυγχάνειν τινά Dem. не давать кому-л. говорить; τὸν πόλεμον ἐκκεκλεικέναι Plut. предупредить возможность войны.
Middle Liddell
ionic -κληΐω attic -κλῄω fut. attic -κλῄσω
1. to shut out from a place, c. gen., Eur.
2. metaph. to exclude from a thing, Hdt., Aeschin.:— Pass., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ being hindered by want of] time, Hdt.
Chinese
原文音譯:™kkle⋯w 誒克-克累哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:出去-鎖
字義溯源:排除,除去,排除,拒絕,離間,關在外面,沒有;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(κλείω)*=關)組成
出現次數:總共(2);羅(1);加(1)
譯字彙編:
1) 關在外面(1) 加4:17;
2) 沒有(1) 羅3:27