ἐξοπλίζω: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksoplizo | |Transliteration C=eksoplizo | ||
|Beta Code=e)copli/zw | |Beta Code=e)copli/zw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[arm completely]], <span class="bibl">Hdt.7.100</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.5.22</span>, al.; poet., ἐ. Ἄρη <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>683</span>, <span class="bibl">702</span>, cf. <span class="bibl">99</span> (all lyr.):—Med. and Pass., [[arm oneself]], <b class="b3">στολήν . . λέοντος, ᾗπερ . . ἐξωπλίζετο</b>, of Hercules, <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>466</span>; [[get under arms]], [[stand in armed array]], <span class="bibl">Id.<span class="title">IT</span>302</span>; ὄπισθεν τῶν ἁρμαμαξῶν ἐξοπλίσθητε <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span> 6.3.32</span>; ἐξωπλισμένος [[fully armed]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>454</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>555d</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, ἐξωπλισμένος [[fully prepared]], [[ready]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>566</span>; μᾶζα . . πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη <span class="bibl">Antiph.226.2</span>, cf. <span class="bibl">217.19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[disarm]], [[deprive]], Καίσαρα τῆς στρατιᾶς <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>2.28</span>, cf. <span class="bibl">Max.Tyr.29.3</span>,<span class="bibl">40.5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:55, 1 January 2021
English (LSJ)
A arm completely, Hdt.7.100, X.Cyr.4.5.22, al.; poet., ἐ. Ἄρη A.Supp.683, 702, cf. 99 (all lyr.):—Med. and Pass., arm oneself, στολήν . . λέοντος, ᾗπερ . . ἐξωπλίζετο, of Hercules, E.HF466; get under arms, stand in armed array, Id.IT302; ὄπισθεν τῶν ἁρμαμαξῶν ἐξοπλίσθητε X.Cyr. 6.3.32; ἐξωπλισμένος fully armed, Ar.Lys.454, Pl.R.555d, etc. 2 generally, ἐξωπλισμένος fully prepared, ready, Ar.Pax566; μᾶζα . . πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη Antiph.226.2, cf. 217.19. II disarm, deprive, Καίσαρα τῆς στρατιᾶς App.BC2.28, cf. Max.Tyr.29.3,40.5.
German (Pape)
[Seite 887] 1) ausrüsten, vollständig bewaffnen, Her. 7, 100; Ἄρη Aesch. Suppl. 666. 683; im med., Eur. I. T. 302 u. öfter, wie Xen. u. A.; ἐξωπλισμένοι Plat. Rep. VIII, 555 d, wie Ar. Lys. 454. Dah. bei Xen. die Soldaten unter Waffen treten u. aus dem Lager ausrücken lassen, u. im med. unter Waffen treten u. ausrücken, z. B. An. 1, 8, 3. – Übertr., σφῦρα ἐξωπλισμένη Ar. Pax 566; μᾶζα πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη Antiphan. bei Ath. II, 60 d. – 2) entwaffnen, App. B. C. 2, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοπλίζω: ἐντελῶς ὁπλίζω, Ἡρόδ. 7. 100, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 22 κ. ἀλλ.· ποιητ., ἐξ Ἄρη Αἰσχύλ. Ἱκ. 682, 702, πρβλ. 97: - Μέσ. καὶ Παθ. ὁπλίζω ἐμαυτόν, κάρᾳ λέοντος ἧπερ... ἐξωπλίζετο, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 466· κἀν τῷδε πᾶς τις... ἐξωπλίζετο, ὥπλιζεν ἑαυτόν, ὁ αὐτὸς, Ι. Τ. 302· παρατάσσομαι ἐξωπλισμένος ἔν τινι τόπῳ, ὄπισθεν τῶν ἁρμαμαξῶν ἐξοπλίσθητε Ξεν. Κύρ. 6. 3, 32· ἐξωπλισμένος, ἐντελῶς ὡπλισμένος Ἀριστοφ. Λυσ. 454, Πλάτ. Πολ. 555D, κτλ.· ἴδε τὸ ῥῆμα ἐξαυλίζομαι. 2) καθόλου, ἐξωπλισμένος, ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἐντελῶς ἕτοιμος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 566· μᾶζα... πρὸς ἐντέλειαν ἐξωπλισμένην Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1, πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 19. ΙΙ. ἀφοπλίζω, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28.
French (Bailly abrégé)
1 armer complètement, de pied en cap;
2 p. ext. faire mettre sous les armes ; fig. préparer, tenir prêt;
Moy. ἐξοπλίζομαι s’armer, s’équiper.
Étymologie: ἐξ, ὁπλίζω.
Greek Monolingual
(AM ἐξοπλίζω)
1. εφοδιάζω με όλα τα απαραίτητα όπλα
2. εφοδιάζω με όλα τα αναγκαία εξαρτήματα, σκεύη, μηχανήματα (και με το αναγκαίο προσωπικό)
αρχ.-μσν.
αφοπλίζω.
Greek Monotonic
ἐξοπλίζω: μέλ. -σω, οπλίζω εντελώς, εφοδιάζω, εξοπλίζω, σε Ηρόδ., Ξεν. — Μέσ. και Παθ., οπλίζομαι ή εξοπλίζομαι, σε Ευρ.· μπαίνω στα όπλα, εξοπλίζομαι, στέκομαι σε ένοπλη παράταξη, παρατάσσομαι, στον ίδ., σε Ξεν.· γενικά, ἐξωπλισμένος, είμαι εντελώς προετοιμασμένος, εντελώς έτοιμος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοπλίζω: вооружать (с головы до ног) (ὡς ἐς πόλεμον Her.; ἐξοπλίζεσθαι καὶ καθίστασθαι εἰς τὴν τάξιν Xen.): κάρᾳ λέοντος ἐξοπλίζεσθαι Eur. надеть на себя голову (со шкурой убитого) льва; ἐξωπλισμένος Arph., Plat., Plut. (находящийся) в полном вооружении или в полной боевой готовности.
Middle Liddell
fut. σω
to arm completely, accoutre, Hdt., Xen.: —Mid. and Pass. to arm or accoutre oneself, Eur.: to get under arms, stand in armed array, Eur., Xen.:— generally, ἐξωπλισμένος fully prepared, all ready, Ar.