ὀνειροπόλος: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oneiropolos
|Transliteration C=oneiropolos
|Beta Code=o)neiropo/los
|Beta Code=o)neiropo/los
|Definition=(parox.), ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[interpreter of dreams]], <span class="bibl">Il.1.63</span>,<span class="bibl">5.149</span>, <span class="bibl">Hdt.1.128</span>,<span class="bibl">5.56</span>, <span class="bibl">Ph.1.664</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Adj. [[of]] or [[belonging to dreams]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>35</span>,<span class="bibl">601</span>.</span>
|Definition=(parox.), ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[interpreter of dreams]], <span class="bibl">Il.1.63</span>,<span class="bibl">5.149</span>, <span class="bibl">Hdt.1.128</span>,<span class="bibl">5.56</span>, <span class="bibl">Ph.1.664</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adj. [[of]] or [[belonging to dreams]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>35</span>,<span class="bibl">601</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:30, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειροπόλος Medium diacritics: ὀνειροπόλος Low diacritics: ονειροπόλος Capitals: ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: oneiropólos Transliteration B: oneiropolos Transliteration C: oneiropolos Beta Code: o)neiropo/los

English (LSJ)

(parox.), ὁ, A interpreter of dreams, Il.1.63,5.149, Hdt.1.128,5.56, Ph.1.664. II Adj. of or belonging to dreams, Orph.A.35,601.

German (Pape)

[Seite 346] der sich mit Träumen beschäftigt, bes. um die Zukunft daraus vorherzusagen, der Traumdeuter; Il. 1, 63; γέρων, 5, 149; nach Schol. zur ersteren Stelle aber genauer der, welcher die Träume hat.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειροπόλος: ὁ, (πολέω) ὁ ἀσχολούμενος εἰς ὀνείρους, ὁ ὀνειρευόμενος, ἢ ὁ ἑρμηνεύων ὀνείρους, Ἰλ. Α. 63, Ε. 149, Ἡρόδ. 1. 128., 5. 56. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἀνήκων εἰς ὀνείρους, Ὀρφ. Ἀργ. 35. 599.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne l’interprétation des songes : ὁ ὀνειροπόλος l’interprète des songes.
Étymologie: ὄνειρος, πολέω.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀνειροπόλος, -ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) νεοελλ. αυτός που ονειροπολεί, που ζει μέσα στον κόσμο τών, ονείρων και πλάθει με τη φαντασία του διάφορες εικόνες και καταστάσεις, φαντασιοκόπος
αρχ.
1. αυτός που επιδίδεται στην ερμηνεία τών ονείρων, ονειροκρίτης
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. νυκτι-πόλος.

Greek Monotonic

ὀνειροπόλος: ὁ (πολέω), κάποιος που ασχολείται υπερβολικά με τα όνειρα, ονειροπόλος, αιθεροβάμων ή ερμηνευτής ονείρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνειροπόλος: ὁ снотолкователь Hom., Her.

Middle Liddell

ὀνειρο-πόλος, ὁ, πολέω
one occupied with dreams, a dreamer, or an interpreter of dreams, Il., Hdt.