ἐπιτιμητικός: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιτιμητικός]], -ή -όν) [[επιτιμητής]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[επιτίμηση]], αυτός που γίνεται για [[επίπληξη]] («[[[τέλος]]] [[νουθέτησις]] [[λόγος]] ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτιμητικώς</i> και -<i>ά</i><br />με επιτιμητικό τρόπο, επικριτικά, αποδοκιμαστικά.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιτιμητικός]], -ή -όν) [[επιτιμητής]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[επιτίμηση]], αυτός που γίνεται για [[επίπληξη]] («([[τέλος]]) [[νουθέτησις]] [[λόγος]] ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτιμητικώς</i> και -<i>ά</i><br />με επιτιμητικό τρόπο, επικριτικά, αποδοκιμαστικά.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιτῑμητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> порицательный, порицающий ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> склонный порицать, придирчивый (sc. [[Μῶμος]] Luc.).
|elrutext='''ἐπιτῑμητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> порицательный, порицающий ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> склонный порицать, придирчивый (sc. [[Μῶμος]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 10:51, 10 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτιμητικός Medium diacritics: ἐπιτιμητικός Low diacritics: επιτιμητικός Capitals: ΕΠΙΤΙΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epitimētikós Transliteration B: epitimētikos Transliteration C: epitimitikos Beta Code: e)pitimhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A censorious, critical, Luc. JTr.23; λόγος ἐ. Pl.Def.416 fin.; σχῆμα D.H.Th.44 ; ἐμειδίασεν-ητικόν Aristaenet.1.4 ; προσβλέψας ἡμῖν -κόν τι Gal.8.655.

German (Pape)

[Seite 994] ή, όν, zum Strafen, Tadeln gehörig, tadelnd, λόγος Plat. defin. 416; vom Momos, zum Tadel geneigt, Luc. Iov. trag. 23; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτῑμητικός: ή όν, ὁ ἐπιτιμῶν ἢ ἀγαπῶν νὰ ἐπιτιμᾷ, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 23· λόγος ἐπ. Ὄροι Πλάτ. 416 ἐν τέλει. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 328, 26, κλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enclin à blâmer.
Étymologie: ἐπιτιμάω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιτιμητικός, -ή -όν) επιτιμητής
ο κατάλληλος για επιτίμηση, αυτός που γίνεται για επίπληξη («(τέλος) νουθέτησις λόγος ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», Πλάτ.)
αρχ.
αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο φιλοκατήγορος.
επίρρ...
επιτιμητικώς και -ά
με επιτιμητικό τρόπο, επικριτικά, αποδοκιμαστικά.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτῑμητικός:
1) порицательный, порицающий (λόγος Plat.);
2) склонный порицать, придирчивый (sc. Μῶμος Luc.).