σύνδενδρος: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syndendros | |Transliteration C=syndendros | ||
|Beta Code=su/ndendros | |Beta Code=su/ndendros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thickly | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thickly]] [[wooded]], <span class="bibl">Dicaearch.1.8</span>, <span class="bibl">Plb.12.4.2</span>, Sch.Il.<span class="title">Oxy.</span>1086.10; τόποι <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span>27.4</span>; ὕλη <span class="bibl">Babr.43.1</span>; [[ἔν τινι συνδένδρῳ]] = in a [[thickly]] [[wooded]] [[place]], Plu. 2.310e.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:39, 5 March 2021
English (LSJ)
ον, A thickly wooded, Dicaearch.1.8, Plb.12.4.2, Sch.Il.Oxy.1086.10; τόποι Arr.Tact.27.4; ὕλη Babr.43.1; ἔν τινι συνδένδρῳ = in a thickly wooded place, Plu. 2.310e.
German (Pape)
[Seite 1006] dicht mit Bäumen besetzt; waldig; νῆσος, Pol. 12, 4, 2; ὕλη, Babr. 43, 11; – τὸ σύνδενδρον, die Waldung, das Dickicht.
Greek (Liddell-Scott)
σύνδενδρος: -ον, ὁ πυκνὰ δένδρα ἔχων, κατάφυτος ἐκ δένδρων, Πολύβ. 12. 4, 2, Δείναρχ. σελ. 12· ὕλη Βάβρ. 43· ἔν τινι συνδένδρῳ, δασώδει, πλήρει δένδρων πυκνῶν τόπῳ, Πλούτ. 2. 310Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rempli d’arbres, boisé ; τὸ σύνδενδρον le fourré.
Étymologie: σύν, δένδρον.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύνδενδρος, -ον, ΝΑ
(για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν
τόπος κατάφυτος από δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά-δενδρος].
Greek Monotonic
σύνδενδρος: -ον (δένδρον), κατάφυτος από πολλά δέντρα, αυτός που έχει πυκνά δέντρα, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
σύνδενδρος:
1) густо поросший деревьями (νῆσος Polyb.);
2) густой (ὕλη Babr.).