υπέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(43)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]], τίθεμαι υπό την [[εξουσία]] κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> [[υιοθετώ]] («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> [[δοκιμάζω]] [[εμπειρία]], [[αποκτώ]] [[εμπειρία]] («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.)<br /><b>4.</b> [[αναλαμβάνω]], [[επιτελώ]] (α. «ὑπελθεῑν [[τοὔνομα]] καὶ τὸ [[ἔργον]]» — να αναλάβει τον τίτλο και το [[καθήκον]], Λιβάν.<br />β. «ὑπελθὼν ἑτέρου διαδοχήν», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («δοιοὺς σ' ἄρ' ὑπήλυθε θάμνους», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) [[καταλαμβάνω]] αιφνιδιαστικά και απροσδόκητα (α. «Τρῶας δὲ [[τρόμος]] αἰνὸς ὑπήλυθε γυῑα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὥσθ' ἵμερός μ' ὑπῆλθε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κολακεύω]], [[προσπαθώ]] να υποκλέψω την [[εύνοια]] κάποιου (α. «εἶδες οἷ' ὑπέρχεται», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ὑπερχόμενος δὴ βιώσει πάντας ἀνθρώπους καὶ δουλεύων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παγιδεύω]], [[εξαπατώ]] (α. «[[λάθρα]] μ' ὑπελθών», <b>Σοφ.</b><br />«δόλῳ μ' ὑπῆλθες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επιδιώκω]] [[κάτι]], [[προσπαθώ]] δόλια και [[κρυφά]] να επιτύχω [[κάτι]] («ὡς ὑπερχόμενον διὰ τῆς θαλάττης [[τυραννίδα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για στρατ. [[τμήμα]]) [[προχωρώ]] [[αργά]] [[μπροστά]] από άλλον<br /><b>7.</b> [[αποχωρώ]], [[αδειάζω]] τον χώρο («ὑπελθόντος τοῡ ἀέρος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>8.</b> (για εκκρίματα) [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]]<br /><b>9.</b> [[φοβάμαι]] («ὁ [[δῆμος]]... ἀδεῶς ζῇ καὶ οὐχ ὑπερχόμενος αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑπέρχομαι]] ὑπὸ τὴν φορὰν [ή τὴν πληγὴν ή εἰς τὴν ὁδὸν] τοῡ ἀκοντίου» — [[μπαίνω]] στο [[βεληνεκές]] του ακοντίου <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἔρχομαι]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]], τίθεμαι υπό την [[εξουσία]] κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> [[υιοθετώ]] («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> [[δοκιμάζω]] [[εμπειρία]], [[αποκτώ]] [[εμπειρία]] («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.)<br /><b>4.</b> [[αναλαμβάνω]], [[επιτελώ]] (α. «ὑπελθεῑν [[τοὔνομα]] καὶ τὸ [[ἔργον]]» — να αναλάβει τον τίτλο και το [[καθήκον]], Λιβάν.<br />β. «ὑπελθὼν ἑτέρου διαδοχήν», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («δοιοὺς σ' ἄρ' ὑπήλυθε θάμνους», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) [[καταλαμβάνω]] αιφνιδιαστικά και απροσδόκητα (α. «Τρῶας δὲ [[τρόμος]] αἰνὸς ὑπήλυθε γυῑα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὥσθ' ἵμερός μ' ὑπῆλθε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κολακεύω]], [[προσπαθώ]] να υποκλέψω την [[εύνοια]] κάποιου (α. «εἶδες οἷ' ὑπέρχεται», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ὑπερχόμενος δὴ βιώσει πάντας ἀνθρώπους καὶ δουλεύων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παγιδεύω]], [[εξαπατώ]] (α. «[[λάθρα]] μ' ὑπελθών», <b>Σοφ.</b><br />«δόλῳ μ' ὑπῆλθες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επιδιώκω]] [[κάτι]], [[προσπαθώ]] δόλια και [[κρυφά]] να επιτύχω [[κάτι]] («ὡς ὑπερχόμενον διὰ τῆς θαλάττης [[τυραννίδα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για στρατ. [[τμήμα]]) [[προχωρώ]] [[αργά]] [[μπροστά]] από άλλον<br /><b>7.</b> [[αποχωρώ]], [[αδειάζω]] τον χώρο («ὑπελθόντος τοῦ ἀέρος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>8.</b> (για εκκρίματα) [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]]<br /><b>9.</b> [[φοβάμαι]] («ὁ [[δῆμος]]... ἀδεῶς ζῇ καὶ οὐχ ὑπερχόμενος αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑπέρχομαι]] ὑπὸ τὴν φορὰν [ή τὴν πληγὴν ή εἰς τὴν ὁδὸν] τοῦ ἀκοντίου» — [[μπαίνω]] στο [[βεληνεκές]] του ακοντίου <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἔρχομαι]].
}}
}}

Revision as of 18:45, 25 March 2021

Greek Monolingual

ΜΑ
1. περιέρχομαι, τίθεμαι υπό την εξουσία κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.)
2. υιοθετώ («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.)
3. δοκιμάζω εμπειρία, αποκτώ εμπειρία («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.)
4. αναλαμβάνω, επιτελώ (α. «ὑπελθεῑν τοὔνομα καὶ τὸ ἔργον» — να αναλάβει τον τίτλο και το καθήκον, Λιβάν.
β. «ὑπελθὼν ἑτέρου διαδοχήν», Συνέσ.)
αρχ.
1. έρχομαι ή πηγαίνω κάτω από κάτι («δοιοὺς σ' ἄρ' ὑπήλυθε θάμνους», Ομ. Οδ.)
2. (για συναισθήματα) καταλαμβάνω αιφνιδιαστικά και απροσδόκητα (α. «Τρῶας δὲ τρόμος αἰνὸς ὑπήλυθε γυῑα», Ομ. Ιλ.
β. «ὥσθ' ἵμερός μ' ὑπῆλθε», Ευρ.)
3. (για πρόσ.) κολακεύω, προσπαθώ να υποκλέψω την εύνοια κάποιου (α. «εἶδες οἷ' ὑπέρχεται», Αριστοφ.
β. «ὑπερχόμενος δὴ βιώσει πάντας ἀνθρώπους καὶ δουλεύων», Πλάτ.)
4. παγιδεύω, εξαπατώ (α. «λάθρα μ' ὑπελθών», Σοφ.
«δόλῳ μ' ὑπῆλθες», Ευρ.)
5. επιδιώκω κάτι, προσπαθώ δόλια και κρυφά να επιτύχω κάτι («ὡς ὑπερχόμενον διὰ τῆς θαλάττης τυραννίδα», Πλούτ.)
6. (για στρατ. τμήμα) προχωρώ αργά μπροστά από άλλον
7. αποχωρώ, αδειάζω τον χώρο («ὑπελθόντος τοῦ ἀέρος», Αριστοτ.)
8. (για εκκρίματα) εξέρχομαι, βγαίνω
9. φοβάμαι («ὁ δῆμος... ἀδεῶς ζῇ καὶ οὐχ ὑπερχόμενος αὐτούς», Ξεν.)
10. φρ. α) «ὑπέρχομαι ὑπὸ τὴν φορὰν [ή τὴν πληγὴν ή εἰς τὴν ὁδὸν] τοῦ ἀκοντίου» — μπαίνω στο βεληνεκές του ακοντίου (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἔρχομαι.