παραπλήξ: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆγος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πλήττεται από τα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παράφρονας]], [[μανιακός]], [[τρελός]] («[[οὕτως]] ἐκφρονας... καὶ παραπλῆγας τὸ δωροδοκεῑν ποιεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παράλυτος]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ.</b>) <i>αἱ παραπλῆγες</i><br />οι παραλύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πλήξ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πληξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-[[πλήξ]]].
|mltxt=-ῆγος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πλήττεται από τα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παράφρονας]], [[μανιακός]], [[τρελός]] («[[οὕτως]] ἐκφρονας... καὶ παραπλῆγας τὸ δωροδοκεῖν ποιεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παράλυτος]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ.</b>) <i>αἱ παραπλῆγες</i><br />οι παραλύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πλήξ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πληξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-[[πλήξ]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:20, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλήξ Medium diacritics: παραπλήξ Low diacritics: παραπλήξ Capitals: ΠΑΡΑΠΛΗΞ
Transliteration A: paraplḗx Transliteration B: paraplēx Transliteration C: parapliks Beta Code: paraplh/c

English (LSJ)

ῆγος, ὁ, ἡ, A stricken sideways or aslant, ἠϊόνες π. a retreating beach, on which the waves break obliquely, Od.5.418. II metaph., = παράπληκτος, mad, Hdt.5.92.ζ, Ar.Pl.242, X.Oec.1.13, Demetr.Eloc.275. 2 paralysed, Hp.Acut.(Sp.) 7. 3 pl., paralyses, Id.Morb.1.3, Aret.CA1.4.

German (Pape)

[Seite 494] ῆγος, 1) seitwärts geschlagen, ἠϊόνες, Küsten, die sich allmälig gegen das Meer absenken, an welchen die Wellen nur von der Seite oder schräg anspülen, Od. 5, 418, im Ggstz der προβλῆτες ἀκταί, an welche die Wellen gerade anprallen. – 2) übertr. = παράπληκτος, toll, wahnsinnig, verrückt: Her. 5, 92, 6: Ai. Plut. 242: οἱ φαγόντες τὸν ὑοσκύαμον παραπλῆγες γίγνονται, Xen. oec. 1, 13; καὶ ἔκφρων, Dem. 19, 267; καὶ παράφρων, Plut. Pomp. 72; Folgde, νοῦ τε καὶ φρενῶν Parthen. 18.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ πλαγίως πλησσόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων ἠϊόνας τε παραπλῆγας, «παραπλῆγες ἠϊόνες... αἱ μὴ ἀπ’ ἐναντίας ἀλλ’ ἐκ πλαγίων πλησσόμεναι κύμασιν» (Εὐστ.), ὁ Ὀδυσσεὺς μὴ δυνάμενος νὰ ἀποβῇ ὅπουἀκτὴ κατήρχετο κρημνωδῶς εἰς τὴν θάλασσαν (λισσὴ δ’ ἀναδέδρομε πέτρη) κολυμβᾷ περαιτέρω ἐπὶ τῇ ἐλπίδι νὰ εὕρῃ, ἠϊόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης. ΙΙ. μεταφορ., παράπληκτος, παράφρων, Ἡρόδ. 5. 92, 6, Ἱππ. 397. 18, Ἀριστοφ. Πλ. 242, Ξεν. Οἰκ. 1, 13, κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπλήξ· παράφρων, τὰς φρένας βεβλαμμένος, παρακόπτων, παραφρονῶν», καὶ «παραπλῆγος· μανιώδους», καὶ «παραπλήγων· μαινομένων» παρὰ τῷ αὐτῷ». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 35.

French (Bailly abrégé)

ῆγος (ὁ, ἡ)
1 battu de côté par les flots;
2 frappé de démence.
Étymologie: παραπλήσσω.

English (Autenrieth)

ῆγος (πλήσσω): beaten on the side by waves, hence shelving, sloping; ἠιόνες, Od. 5.418, 440.

Greek Monolingual

-ῆγος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που πλήττεται από τα πλάγια
2. μτφ. παράφρονας, μανιακός, τρελόςοὕτως ἐκφρονας... καὶ παραπλῆγας τὸ δωροδοκεῖν ποιεῑ», Δημοσθ.)
3. παράλυτος
4. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ παραπλῆγες
οι παραλύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -πλήξ (< πληξ < πλήσσω), πρβλ. κατα-πλήξ].

Greek Monotonic

παραπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που πλήττεται στα πλάγια, ἠϊόνες παράπληγοι, τμήματα στεριάς πάνω στα οποία σκάνε τα κύματα με δύναμη, σε Ομήρ. Οδ.
II. μεταφ., παράπληκτος, παράφρων, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

παραπλήξ: ῆγος adj.
1) подмываемый или подмытый волнами (ἠϊόνες Hom.);
2) (тж. π. τὴν διάνοιοιν Plut.) пораженный безумием, помешанный (π. καὶ ἔκφρων Dem.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπλήξ -ῆγος [παραπλήττω] van opzij getroffen:. ἠιόνας... παραπλῆγας door golven gebeukte stranden Od. 5.418. verlamd. buiten zinnen, waanzinnig.

Middle Liddell

παραπλήξ, ῆγος,
I. stricken sideways, ἠιόνες π. spits on which the waves break obliquely, Od.
II. metaph. = παράπληκτος, mad, Hdt., Ar.