Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ορθώνω: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ὀρθῶ, -όω) [[ορθός]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[κάτι]] που έπεσε ή βρίσκεται [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] σε όρθια [[θέση]] [[κάτι]] που έχει λοξή [[στάση]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ορθώνομαι</i>, <i>ὀρθοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />σηκώνομαι και [[στέκομαι]] όρθιος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η προστ. αορ.) <i>όρθωσον</i><br /><b>ναυτ.</b> [[παράγγελμα]] που δίνεται [[προς]] τους κωπηλάτες για να υψώσουν κατακόρυφα τα [[κουπιά]] [[προς]] [[απονομή]] χαιρετισμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ορθώνω]] το ανάστημά μου» — [[αντιμετωπίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] περήφανα και θαρραλέα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]], [[χτίζω]], [[στήνω]] [[οικοδόμημα]] («Ζηνὸς, ὀρθῶσαι [[βρέτας]] [[τρόπαιον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανεγείρω]], [[ανοικοδομώ]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[ευθύ]], [[ισιάζω]] («ὀρθοῡν τά διεστραμμένα τῶν ξύλων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επαναφέρω]] [[κάτι]] σε καλή [[κατάσταση]], [[τροποποιώ]] [[κάτι]] [[προς]] το καλύτερο («ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σε αυτόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τιμώ]], [[δοξάζω]]<br /><b>6.</b> [[κατευθύνω]]<br /><b>7.</b> [[χρησιμοποιώ]] την ονομαστική [[πτώση]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> α) [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]]<br />β) (για λόγο) [[είμαι]] [[αληθής]], [[ορθός]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> [[ευτυχώ]], [[ακμάζω]]<br /><b>10.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ὀρθούμενον</i><br />η [[επιτυχία]].
|mltxt=(ΑΜ ὀρθῶ, -όω) [[ορθός]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[κάτι]] που έπεσε ή βρίσκεται [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] σε όρθια [[θέση]] [[κάτι]] που έχει λοξή [[στάση]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ορθώνομαι</i>, <i>ὀρθοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />σηκώνομαι και [[στέκομαι]] όρθιος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η προστ. αορ.) <i>όρθωσον</i><br /><b>ναυτ.</b> [[παράγγελμα]] που δίνεται [[προς]] τους κωπηλάτες για να υψώσουν κατακόρυφα τα [[κουπιά]] [[προς]] [[απονομή]] χαιρετισμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ορθώνω]] το ανάστημά μου» — [[αντιμετωπίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] περήφανα και θαρραλέα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]], [[χτίζω]], [[στήνω]] [[οικοδόμημα]] («Ζηνὸς, ὀρθῶσαι [[βρέτας]] [[τρόπαιον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανεγείρω]], [[ανοικοδομώ]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[ευθύ]], [[ισιάζω]] («ὀρθοῦν
τά διεστραμμένα τῶν ξύλων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επαναφέρω]] [[κάτι]] σε καλή [[κατάσταση]], [[τροποποιώ]] [[κάτι]] [[προς]] το καλύτερο («ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σε αυτόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τιμώ]], [[δοξάζω]]<br /><b>6.</b> [[κατευθύνω]]<br /><b>7.</b> [[χρησιμοποιώ]] την ονομαστική [[πτώση]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> α) [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]]<br />β) (για λόγο) [[είμαι]] [[αληθής]], [[ορθός]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> [[ευτυχώ]], [[ακμάζω]]<br /><b>10.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ὀρθούμενον</i><br />η [[επιτυχία]].
}}
}}

Revision as of 14:20, 27 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀρθῶ, -όω) ορθός
1. σηκώνω κάτι που έπεσε ή βρίσκεται κάτω
2. φέρνω σε όρθια θέση κάτι που έχει λοξή στάση
3. μέσ. ορθώνομαι, ὀρθοῦμαι, -όομαι
σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος
νεοελλ.
1. (η προστ. αορ.) όρθωσον
ναυτ. παράγγελμα που δίνεται προς τους κωπηλάτες για να υψώσουν κατακόρυφα τα κουπιά προς απονομή χαιρετισμού
2. φρ. «ορθώνω το ανάστημά μου» — αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι περήφανα και θαρραλέα
αρχ.
1. οικοδομώ, χτίζω, στήνω οικοδόμημα («Ζηνὸς, ὀρθῶσαι βρέτας τρόπαιον», Ευρ.)
2. ανεγείρω, ανοικοδομώ
3. κάνω κάτι ευθύ, ισιάζω («ὀρθοῦν

τά διεστραμμένα τῶν ξύλων», Αριστοτ.)
4. επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, τροποποιώ κάτι προς το καλύτερο («ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σε αυτόν», Ηρόδ.)
5. τιμώ, δοξάζω
6. κατευθύνω
7. χρησιμοποιώ την ονομαστική πτώση
8. μέσ. α) επιτυγχάνω, κατορθώνω
β) (για λόγο) είμαι αληθής, ορθός
9. παθ. ευτυχώ, ακμάζω
10. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὀρθούμενον
η επιτυχία.