ἡβάσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡβάσκω]] (Α)<br />(εναρκτικό ρ. του ηβώ)<br /><b>1.</b> [[φθάνω]] στην εφηβική [[ηλικία]], [[αρχίζω]] να [[μπαίνω]] στην [[εφηβεία]] («παῑς ἡβάσκων [[ἄρτι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[φθάνω]] σε [[ηλικία]] γάμου<br /><b>3.</b> [[αρχίζω]] να [[μπαίνω]] στην ανδρική [[ηλικία]] ή [[παρουσιάζω]] τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός άνδρα<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αρχίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />β) [[ακμάζω]], βρίσκομαι σε [[ακμή]] («ἡμῑν ἡβάσκει πενίη», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηβ</i>- του <i>ήβ</i>-<i>η</i> / <i>ηβ</i>-<i>ώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. εναρκτικών ρ. -<i>ασκω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γελ</i>-<i>άσκω</i>, <i>γηρ</i>-<i>άσκω</i>)].
|mltxt=[[ἡβάσκω]] (Α)<br />(εναρκτικό ρ. του ηβώ)<br /><b>1.</b> [[φθάνω]] στην εφηβική [[ηλικία]], [[αρχίζω]] να [[μπαίνω]] στην [[εφηβεία]] («παῑς ἡβάσκων [[ἄρτι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[φθάνω]] σε [[ηλικία]] γάμου<br /><b>3.</b> [[αρχίζω]] να [[μπαίνω]] στην ανδρική [[ηλικία]] ή [[παρουσιάζω]] τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός άνδρα<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αρχίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />β) [[ακμάζω]], βρίσκομαι σε [[ακμή]] («ἡμῖν ἡβάσκει πενίη», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηβ</i>- του <i>ήβ</i>-<i>η</i> / <i>ηβ</i>-<i>ώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. εναρκτικών ρ. -<i>ασκω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γελ</i>-<i>άσκω</i>, <i>γηρ</i>-<i>άσκω</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 22:55, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡβάσκω Medium diacritics: ἡβάσκω Low diacritics: ηβάσκω Capitals: ΗΒΑΣΚΩ
Transliteration A: hēbáskō Transliteration B: hēbaskō Transliteration C: ivasko Beta Code: h(ba/skw

English (LSJ)

Incept. of ἡβάω, A come to puberty, Hp.Aph.3.28. X.An. 4.6.1; παῖς ἡβάσκων ἄρτι ib.7.4.7; of women, become marriageable, Ruf. ap. Orib.inc.2.2. 2 metaph., νῦν ἔθ' ἡβάσκει κακόν (read by Gal. for ἡβᾷ σοι) E.Alc.1085; ἡμῖν ἡβάσκει πενίη AP6.30 (Maced.); ποιητικὴ οὔπω ἡβάσκουσα Philostr.Her.Praef. 3 reach, or show the outward signs of, manhood, Aristaenet.1.11, Philostr.Im.2.7.

German (Pape)

[Seite 1148] mannbar werden, pubescere, ἀμφὶ πρώτην ὑπήνην Aristaen. 1, 11; die volle männliche Kraft u. Stärke erlangen, πλὴν τοῦ υἱοῦ ἄρτι ἡβάσκοντος Xen. An. 4, 6, 1; παῖδα ἡβάσκοντα ἄρτι 7, 4, 7, der eben in die Jünglingsjahre trat; Sp. Auch übertr., wie ἀκμάζειν, χρόνος μαλάξει, νῦν δ' ἔθ' ἡβάσκει κακόν Eur. Alc. 1090, emend. für ἡβᾷ σοι..; vgl. Macedon. 28 a (VI, 30) κακοῦ δ' ἐπὶ γήραος ἡμῖν ἄλλυτος ἡβάσκει – πενίη.

Greek (Liddell-Scott)

ἡβάσκω: ἐναρκτικὸν τοῦ ἡβάω, ἔρχομαι εἰς τὴν ἡβικὴν ἡλικίαν, εἰς ἀκμήν, Λατ. pubescere, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 1˙ παῖς ἡβάσκων ἄρτι αὐτόθι 7. 4, 7. 2) μεταφ., νῦν ἕθ’ ἡβάσκει κακὸν (κατὰ Δινδ. ἀντὶ ἡβᾷ σοι) Εὐρ. Ἀλκ. 1085˙ ἡμῖν ἡβάσκει πενίη Ἀνθ. Π. 6. 30. 3) φθάνω εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, δεικνύω τὰ ἐξωτερικὰ σημεῖα ἀνδρικῆς ἡλικίας, Ἀρισταίν. 1. 11, Φιλόστρ. 821, Γαλην. - Πρβλ. τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 devenir jeune homme;
2 p. ext. devenir fort, prendre de la force.
Étymologie: ἥβη.

Greek Monolingual

ἡβάσκω (Α)
(εναρκτικό ρ. του ηβώ)
1. φθάνω στην εφηβική ηλικία, αρχίζω να μπαίνω στην εφηβεία («παῑς ἡβάσκων ἄρτι», Ξεν.)
2. (για γυναίκες) φθάνω σε ηλικία γάμου
3. αρχίζω να μπαίνω στην ανδρική ηλικία ή παρουσιάζω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός άνδρα
4. μτφ. α) αρχίζω να κάνω κάτι
β) ακμάζω, βρίσκομαι σε ακμή («ἡμῖν ἡβάσκει πενίη», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηβ- του ήβ-η / ηβ-ώ + κατάλ. εναρκτικών ρ. -ασκω (πρβλ. γελ-άσκω, γηρ-άσκω)].

Greek Monotonic

ἡβάσκω: εναρκτ. του ἡβάω, έρχομαι σε εφηβική ηλικία, ακμάζω, Λατ. pubescere, σε Ξεν.· μεταφ., είμαι καινούριος, ἡβάσκει πενίη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἡβάσκω:
1) становиться юношей, достигать возмужалости, созревать: ὁ υἱὸς ὁ ἄρτι ἡβάσκων Xen. сын, недавно достигший юношеского возраста;
2) крепнуть, усиливаться (κακὸν ἡβάσκει Eur. - v. l. ἡβᾷ σοι).

Middle Liddell

[Incept. of ἡβάω
to come to man's estate, come to one's strength, Lat. pubescere, Xen.:—metaph. to be new, ἡβάσκει πενίη Anth.