συντιτρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]] σε [[πολλά]] συγχρόνως [[σημεία]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πλοία) [[επιφέρω]] [[σύγκρουση]] και, [[κατά]] [[συνέπεια]], [[προξενώ]] ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συντιτρώσκομαι</i><br />τραυματίζομαι συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῑς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τιτρώσκω]] «[[τρώγω]], [[πληγώνω]], [[σκοτώνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]] σε [[πολλά]] συγχρόνως [[σημεία]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πλοία) [[επιφέρω]] [[σύγκρουση]] και, [[κατά]] [[συνέπεια]], [[προξενώ]] ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συντιτρώσκομαι</i><br />τραυματίζομαι συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῖς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τιτρώσκω]] «[[τρώγω]], [[πληγώνω]], [[σκοτώνω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:25, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντιτρώσκω Medium diacritics: συντιτρώσκω Low diacritics: συντιτρώσκω Capitals: ΣΥΝΤΙΤΡΩΣΚΩ
Transliteration A: syntitrṓskō Transliteration B: syntitrōskō Transliteration C: syntitrosko Beta Code: suntitrw/skw

English (LSJ)

A wound, X.HG3.1.18, Plu.Alex.63; of ships, disable, Id.Alc.27. II wound at the same time, τὰ συντιτρωσκόμενα (sc. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Hp.Fract.35.

Greek (Liddell-Scott)

συντιτρώσκω: εἰς πολλὰ μέρη τιτρώσκω, αὐτόν τε συνέτρωσαν καὶ δύο ἀπέκτειναν Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18, Πλουτ. Ἀλέξ. 63· ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 27. ΙΙ. τιτρώσκω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, τὰ συντιτρωσκόμενα (ἐξυπακουομ. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Ἱππ. π. Ἀγμ. 775.

French (Bailly abrégé)

blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.
Étymologie: σύν, τιτρώσκω.

Greek Monolingual

Α
1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία
2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.)
3. παθ. συντιτρώσκομαι
τραυματίζομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῖς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τιτρώσκω «τρώγω, πληγώνω, σκοτώνω»].

Greek Monotonic

συντιτρώσκω: μέλ. -τρώσω, τραυματίζω, πληγώνω κάποιον σε πολλά σημεία του σώματός του, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συντιτρώσκω:
1) покрывать ранами, изранивать (ξίφεσι καὶ δόρασί τινα Plut.);
2) покрывать пробоинами, сильно повреждать (τὰς ναῦς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τιτρώσκω met acc. v. pers. zwaar verwonden; met acc. v. zaken zware schade toebrengen aan. tegelijkertijd zwaar beschadigen. Hp. Fract. 35.

Middle Liddell

fut. -τρώσω
to wound in many places, Xen.