συμπαροξύνω: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[παροξύνω]]<br /><b>1.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] [[επίσης]]<br /><b>2.</b> [[οξύνω]], [[ερεθίζω]] [[επίσης]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπαροξύνομαι</i><br />οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῖς | |mltxt=Α [[παροξύνω]]<br /><b>1.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] [[επίσης]]<br /><b>2.</b> [[οξύνω]], [[ερεθίζω]] [[επίσης]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπαροξύνομαι</i><br />οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῖς πυρετοῖς», <b>Γαλ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:27, 28 March 2021
English (LSJ)
A provoke along with or together, τινα Plu.2.859f, etc.; εἴς τι X.Oec.6.10:—Pass., to be exacerbated at the same time as, λυγμὸν -όμενον τοῖς πυρετοῖς Gal.15.847.
German (Pape)
[Seite 985] mit od. zugleich anreizen, εἰς τὸ ἀλκίμους εἶναι Xen. Oec. 6, 10.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαροξύνω: παροξύνω, διεγείρω ὁμοίως, τινὰ Πλούτ. 2. 859F, κτλ.· τινὰ εἴς τι Ξεν. Οἰκ. 6, 10.
French (Bailly abrégé)
aiguiser ; exciter ensemble.
Étymologie: σύν, παροξύνω.
Greek Monolingual
Α παροξύνω
1. προτρέπω, παρακινώ επίσης
2. οξύνω, ερεθίζω επίσης
3. παθ. συμπαροξύνομαι
οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με κάτι άλλο («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῖς πυρετοῖς», Γαλ.).
Greek Monotonic
συμπαροξύνω: μέλ. -ῠνῶ, παροξύνω, διεγείρω, εξοργίζω εξίσου ή από κοινού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συμπαροξύνω:
1) возбуждать: σ. εἰς τὸ ἀλκίμους εἶναι Xen. воспитывать бодрость;
2) раздражать (τινά Plut.).