αὐτόχθων: Difference between revisions

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
m (Text replacement - "   " to "")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftochthon
|Transliteration C=aftochthon
|Beta Code=au)to/xqwn
|Beta Code=au)to/xqwn
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">sprung from the land itself;</b> <b class="b3">αὐτόχθονες, οἱ,</b> [[not settlers]], [[of native stock]], <span class="bibl">Hdt.1.171</span>, <span class="bibl">Th.6.2</span>, etc.: c. gen., αὐ. Ἰταλίας <span class="bibl">D.H.1.10</span>: esp. of the Athenians, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>29</span>, al., <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>360.8</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1076</span>, <span class="bibl">Isoc.4.24</span>, <span class="bibl">12.124</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adj., [[indigenous]], [[native]], τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων <span class="bibl">Hdt.4.197</span>; αὐ. Αἰγύπτιοι <span class="bibl"><span class="title">PGiss.</span>99.5</span> (ii A.D.); ἀρετή <span class="bibl">Lys.2.43</span>; λάχανα τῶν αὐτοχθόνων <span class="bibl">Polioch.2.6</span>; κόσμος <span class="bibl">Philod.Scarph. 127</span>; [[urbanitas]], [[racy of the soil]], <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>7.2.3</span>.</span>
|Definition=ον, gen. ονος,<br><span class="bld">A</span> [[spring|sprung]] from the [[land]] itself; [[αὐτόχθονες]], οἱ, [[indigenous]] [[population]], [[natives]], [[not]] [[settler]]s, of [[native]] [[stock]], Hdt.1.171, Th.6.2, etc.: c. gen., αὐ. [[Ἰταλία]]ς D.H.1.10: esp. of the [[Athenians]], E.Ion29, al., Fr.360.8, Ar.V.1076, Isoc.4.24, 12.124.<br><span class="bld">II</span> Adj., [[indigenous]], [[native]], τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων Hdt.4.197; αὐτόχθονες Αἰγύπτιοι PGiss.99.5 (ii A.D.); [[ἀρετή]] Lys.2.43; λάχανα τῶν αὐτοχθόνων Polioch.2.6; κόσμος Philod.Scarph. 127; [[urbanitas]], [[racy]] of the [[soil]], Cic.Att.7.2.3.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:56, 29 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόχθων Medium diacritics: αὐτόχθων Low diacritics: αυτόχθων Capitals: ΑΥΤΟΧΘΩΝ
Transliteration A: autóchthōn Transliteration B: autochthōn Transliteration C: aftochthon Beta Code: au)to/xqwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,
A sprung from the land itself; αὐτόχθονες, οἱ, indigenous population, natives, not settlers, of native stock, Hdt.1.171, Th.6.2, etc.: c. gen., αὐ. Ἰταλίας D.H.1.10: esp. of the Athenians, E.Ion29, al., Fr.360.8, Ar.V.1076, Isoc.4.24, 12.124.
II Adj., indigenous, native, τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων Hdt.4.197; αὐτόχθονες Αἰγύπτιοι PGiss.99.5 (ii A.D.); ἀρετή Lys.2.43; λάχανα τῶν αὐτοχθόνων Polioch.2.6; κόσμος Philod.Scarph. 127; urbanitas, racy of the soil, Cic.Att.7.2.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόχθων: -ον, γεν. -ονος, ἀναφυεὶς ἐξ αὐτῆς τῆς γῆς, Λατ. terrigena· ― αὐτόχθονες, οἱ, ὡς τὸ Λατ. Aborigines, Indigenae, οὐχὶ ἔξωθεν ἐλθόντες, οἱ ἐγχώριοι, Ἡρόδ. 1. 171, Θουκ. 6. 2, κτλ· μετὰ γεν., αὐτ. Ἰταλίας Διον. Ἁλ. 1. 10: ― οἱ Ἀθηναῖοι ἠρέσκοντο οὕτω καλούμενοι, Εὐρ. Ἴων 29, 589, 737, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 362. 8, Ἀριστοφ. Σφ. 1076, πρβλ. Θουκ. 1. 2, Ἰσοκρ. 45C, 258C. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., γηγενής, ἐπιχώριος, τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων Ἡρόδ. 4. 197· ἀρετὴ Λυσ. 194. 37· λάχανα τῶν αὐτοχθόνων Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 6.

French (Bailly abrégé)

ων, neutre αὔτοχθον ; gén. ονος;
issu du sol même, indigène ; οἱ αὐτόχθονες les populations autochtones, les indigènes.
Étymologie: αὐτός, χθών.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [gen. -ονος]
1 aborigen, autóctono de pueblos: los canos νομίζουσι αὐτοὶ ἑωυτοὺς εἶναι αὐτόχθονας ἠπειρώτας Hdt.1.171, los caunios οἱ δὲ Καύνιοι αὐτόχθονες δοκέειν ἐμοί εἰσι Hdt.1.172, los sicanos καὶ πρότεροι διὰ τὸ αὐτόχθονες εἶναι Th.6.2, los eleusinios κατοικῆσαι δὲ τὴν Ἐλευσῖνα ἱστοροῦσι δὲ πρῶτον μὲν τοὺς αὐτόχθονας Acestodorus en Ister 22
los atenienses y sus antiguos reyes ἐλθὼν λαὸν εἰς αὐτόχθονα κλεινῶν Ἀθηνῶν E.Io 29, δῆμος ὅδε αὐτόχθων IG 22.4321.2 (IV a.C.), cf. E.Io 589, 737, Fr.13.8, Ar.V.1076, Lys.1082, Isoc.4.24, 12.124, Pl.Criti.109d, Luc.Scyth.3, ἦν ... καὶ ἡ βασιλεία τῶν ὑπερεχόντων διὰ τὸ αὐτόχθονας εἶναι D.59.74, los arcadios μόνοι γὰρ πάντων αὐτόχθονες ὑμεῖς ἐστε κἀκεῖνοι D.19.261, cf. X.HG 7.1.23, los libios y los etíopes τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων, τὰ δὲ δύο οὔ, Λιβύες μὲν καὶ Αἰθίοπες αὐτόχθονες Hdt.4.197, los egipcios αὐτόχθονες Αἰγύπτιοι PGiss.99.5 (II/III d.C.), ref. a πόλις: ἔδοξεν Στρατονικέων τῆς αὐτόχθονος καὶ μητροπόλεως τῆς Καρίας τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ IStratonikeia 15.2 (Panamara I/II d.C.)
de una especie anim. ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Opp.C.2.612.
2 de pers. y divinidades natural del país, indígena Τιτακός, ἐὼν αὐ. Hdt.9.73, Λιβύη μὲν ἐπὶ Λιβύης λέγεται ὑπὸ τῶν πολλῶν Ἑλλήνων ἔχειν τὸ οὔνομα γυναικὸς αὐτόχθονος Hdt.4.45, νύμφη αὐ. Μελίη Call.Del.80, cf. Klio 33.1940.165.7 (Samos II a.C.), epít. de la Μήτηρ Θεῶν en Leucopetra (Macedonia) SEG 24.498b.2, 26.729 (ambas II a.C.), 27.290-294 (III/IV d.C.), ὁ αὐ. καὶ προσήλυτος LXX Le.16.29, cf. 23.42, Io.9.2, Nu.9.14, 15.13, πολλοὶ γὰρ ἕτοιμοι παρεστᾶσιν αὐτόχθονες ἐκεῖθεν Luc.Herm.25, de Morreo Τυφῶνος ἔχων αὐτόχθονα φύτλην Nonn.D.34.183.
3 de cosas natural, que nace del suelo, sin cultivo, agreste αὐτόχθον' ἑστίαν de la cueva de Quirón Trag.Adesp.201, λάχανα τῶν αὐτοχθόνων hortalizas silvestres Polioch.2.6, τὸ ὄρυγμα ... ἐστιν αὐτόχθον Ach.Tat.3.7.1, ἔγγειοι καὶ αὐτόχθονες πηγαί Plu.2.500e
fig. γνησίαν καὶ αὐτόχθονα τοῖς ἐν Ἀσίας βαρβάροις τὴν αὐτῶν ἀρετὴν ἐπεδείξαντο Lys.2.43, κόσμος Philod.Scarph.127.

Greek Monotonic

αὐτόχθων: -ον, γεν. -ονος·
I. αυτός που προέρχεται από την ίδια τη χώρα, Λατ. terrigena, αὐτόχθονες, οἱ, όπως Λατ. indigenae, ιθαγενείς, γηγενείς, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για τους Αθηναίους, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
II. ως επίθ., ντόπιος, εγχώριος, ιθαγενής, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόχθων: ονος ὁ коренной житель, туземец Her., Thuc., Eur., Arph., Lys., Plut.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόχθων: 2, gen. ονος туземный, местный, коренной, природный (λαός Eur.; ἀρετή Lys.; νοσημάτων πηγαί Plut.).

Middle Liddell


I. sprung from the land itself, Lat. terrigena: αὐτόχθονες, οἱ, like Lat. Indigenae, aborigines, natives, Hdt., Thuc.; of the Athenians, Eur., Ar., etc.
II. as adj. indigenous, Hdt.