χύτλον: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χύτλον''': τό, (χέω) [[πρᾶγμα]] οἱονδήποτε δυνάμενον νὰ χυθῇ, ὑγρόν, ῥευστόν· [[μάλιστα]] δέ, 1) ἐν τῷ πληθ., χύτλα, [[ὕδωρ]] πρὸς λοῦσιν, [[λουτρόν]], Λυκόφρ. 1099· πρβλ. κατάχυτλος· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], σπονδαὶ εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Λατ. inferiae, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1075., Β. 927, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 32. 2) [[μῖγμα]] ὕδατος καὶ ἐλαίου, ἄλλως [[ὑδρέλαιον]], δι’ οὗ ἐτρίβοντο | |lstext='''χύτλον''': τό, (χέω) [[πρᾶγμα]] οἱονδήποτε δυνάμενον νὰ χυθῇ, ὑγρόν, ῥευστόν· [[μάλιστα]] δέ, 1) ἐν τῷ πληθ., χύτλα, [[ὕδωρ]] πρὸς λοῦσιν, [[λουτρόν]], Λυκόφρ. 1099· πρβλ. κατάχυτλος· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], σπονδαὶ εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Λατ. inferiae, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1075., Β. 927, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 32. 2) [[μῖγμα]] ὕδατος καὶ ἐλαίου, ἄλλως [[ὑδρέλαιον]], δι’ οὗ ἐτρίβοντο μετὰ τὸ [[λουτρόν]], πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 5. 6· ἴδε ἐν λ. [[ξηραλοιφέω]]. 3) [[ποτάμιον]] [[ὕδωρ]], [[ῥέον]] [[ὕδωρ]], [[ποταμός]], Λυκόφρ. 701. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:40, 20 April 2021
English (LSJ)
τό, (χέω) A anything that can be poured, liquid, fluid; esp., 1 in pl., χύτλα, water for washing, the bath, Lyc.1099, Euph.9.7; but also, libations to the dead, Berl.Sitzb. 1927.161 (Cyrene), A.R.1.1075, 2.927, Orph.A.32. 2 a mixture of water and oil, elsewh. ὑδρέλαιον, rubbed in after bathing, Erot. s.v. χυτλάζηται. 3 running water, stream, Lyc.701.
German (Pape)
[Seite 1385] τό, Alles, was man gießen kann, Flüssigkeit; dah. bes. – a) das Waschwasser, Badewasser. – b) eine Mischung von Wasser und Oel, sonst ὑδρέλαιον, womit man sich nach dem Bade oder gegen Ermüdung salbte und einrieb, Galen. – c) Flußwasser, fließendes Gewässer, Lycophr. 701. – d) im plur. τὰ χύτλα = χοαί, die zu einem Trankopfer, bes. zu einem Todtenopfer gehörenden Flüssigkeiten, das Todtenopfer selbst, Ap. Rh. 1, 1075, oft, Orph. Arg. 571.
Greek (Liddell-Scott)
χύτλον: τό, (χέω) πρᾶγμα οἱονδήποτε δυνάμενον νὰ χυθῇ, ὑγρόν, ῥευστόν· μάλιστα δέ, 1) ἐν τῷ πληθ., χύτλα, ὕδωρ πρὸς λοῦσιν, λουτρόν, Λυκόφρ. 1099· πρβλ. κατάχυτλος· ἀλλ’ ὡσαύτως, σπονδαὶ εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Λατ. inferiae, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1075., Β. 927, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 32. 2) μῖγμα ὕδατος καὶ ἐλαίου, ἄλλως ὑδρέλαιον, δι’ οὗ ἐτρίβοντο μετὰ τὸ λουτρόν, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 5. 6· ἴδε ἐν λ. ξηραλοιφέω. 3) ποτάμιον ὕδωρ, ῥέον ὕδωρ, ποταμός, Λυκόφρ. 701.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
liquide.
Étymologie: χέω.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. μίγμα νερού και λαδιού με το οποίο αλείφονταν μετά το λουτρό
2. στον πληθ. τὰ χύτλα
το νερό για το λουτρό («ὁ μὲν γὰρ ἀμφὶ χύτλα τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους», Λυκόφρ.)
3. τρεχούμενο νερό («πολυδέγμων λόφος, ἐξ οὗ τὰ πάντα χύτλα...», Λυκόφρ.)
4. χοές για τους νεκρούς («Ὀσίριδος ἱερὰ χύτλα», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + επίθημα -θλον με ανομοιωτική τροπή του δασέος -θ- σε -τ- (πρβλ. ἐχέ-τλη, χίμε-τλον)].
Greek Monotonic
χύτλον: τό (χέω), οτιδήποτε μπορεί να χυθεί, υγρό, ρευστό· νερό και λάδι για επάλειψη μετά το λουτρό.
Russian (Dvoretsky)
χύτλον: τό вода для омовения (преимущ. = ὑδρέλαιον; ср. χυτλόομαι).
Middle Liddell
χύτλον, ου, τό, [χέω]
anything that can be poured: water and oil for the bath.