ἐπιρρυθμίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιρρυθμίζω''': [[φέρω]] εἰς ῥυθμόν, ποιήματα Πλάτ. Νόμ. 802Β· ἐς τὸ ἀφελὲς καὶ ἀκόσμητον ἑαυτὴν ἐπερρύθμιζεν, ἐστόλιζεν, ἐνέδυε [[μετὰ]] ἁπλότητος, Λουκ. Ἁλιεὺς 12.
|lstext='''ἐπιρρυθμίζω''': [[φέρω]] εἰς ῥυθμόν, ποιήματα Πλάτ. Νόμ. 802Β· ἐς τὸ ἀφελὲς καὶ ἀκόσμητον ἑαυτὴν ἐπερρύθμιζεν, ἐστόλιζεν, ἐνέδυε μετὰ ἁπλότητος, Λουκ. Ἁλιεὺς 12.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρυθμίζω Medium diacritics: ἐπιρρυθμίζω Low diacritics: επιρρυθμίζω Capitals: ΕΠΙΡΡΥΘΜΙΖΩ
Transliteration A: epirrythmízō Transliteration B: epirrythmizō Transliteration C: epirrythmizo Beta Code: e)pirruqmi/zw

English (LSJ)

A remould, amend, (ποιήματα) Pl.Lg.802b; ἐ. ἐς τὸ ἀφελὲς ἑαυτήν dress oneself simply, v.l. in Luc.Pisc.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρυθμίζω: φέρω εἰς ῥυθμόν, ποιήματα Πλάτ. Νόμ. 802Β· ἐς τὸ ἀφελὲς καὶ ἀκόσμητον ἑαυτὴν ἐπερρύθμιζεν, ἐστόλιζεν, ἐνέδυε μετὰ ἁπλότητος, Λουκ. Ἁλιεὺς 12.

French (Bailly abrégé)

arranger, ajuster avec grâce.
Étymologie: ἐπί, ῥυθμίζω.

Greek Monolingual

ἐπιρρυθμίζω (Α) ρυθμίζω
1. (για στίχους) φέρνω σε ρυθμό, ρυθμοποιώ
2. ντύνω με απλότητα, στολίζω («ἐς τὸ ἀφελές καὶ ἀκόσμητον ἑαυτήν ἐπερρύθμιζε», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ἐπιρρυθμίζω: μέλ. -σω, μορφοποιώ, σχηματοποιώ, τακτοποιώ, διευθετώ, διασκευάζω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρυθμίζω:
1) перестраивать к лучшему, исправлять, улучшать (sc. ποίημα Plat.);
2) одевать, наряжать: ἐ. ἐς τὸ ἀφελὲς ἑαυτόν Luc. одеваться просто.

Middle Liddell

fut. σω
to bring into form, arrange, Luc.