βουπόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βοο- Zonar.123.18C.<br /><b class="num">I</b> [[capaz de atravesar un toro]] ὀβελός Hdt.2.135, E.<i>Cyc</i>.302, ὀβελίσκος X.<i>An</i>.7.8.14, ἀμφώβολοι E.<i>Andr</i>.1134.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ὁ β. [[espetón grande]] Zonar.l.c.<br /><b class="num">2</b> τὸ β. [[obelisco]] β. Ἀρσινόης del Monte Atos, Call.<i>Fr</i>.110.45.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βοο- Zonar.123.18C.<br /><b class="num">I</b> [[capaz de atravesar un toro]] ὀβελός Hdt.2.135, E.<i>Cyc</i>.302, ὀβελίσκος X.<i>An</i>.7.8.14, ἀμφώβολοι E.<i>Andr</i>.1134.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ὁ β. [[espetón grande]] Zonar.l.c.<br /><b class="num">2</b> τὸ β. [[obelisco]] β. Ἀρσινόης del Monte Atos, Call.<i>Fr</i>.110.45.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:27, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουπόρος Medium diacritics: βουπόρος Low diacritics: βουπόρος Capitals: ΒΟΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: boupóros Transliteration B: bouporos Transliteration C: vouporos Beta Code: boupo/ros

English (LSJ)

ον, (πείρω) A ox-piercing, β. ὀβελός a spit large enough for a whole ox, Hdt.2.135, cf. E.Cyc.302; ἀμφώβολοι σφαγῆς… βουπόροι spits fit to pierce an ox's throat, Id.Andr.1134; β. ὀβελίσκος X.An.7.8.14.

German (Pape)

[Seite 459] Rinder durchbohrend, ὀβελός, ein großer Bratspieß, einen ganzen Ochsen daran zu stecken, Her. 2, 135, wie Dion. Hal. 2, 52; vgl. Eur. Cycl. 301; Xen. An. 7, 8, 14; σφαγεῖς Eur. Andr. 1135.

Greek (Liddell-Scott)

βουπόρος: -ον, (πείρω) ὁ διαπερῶν, διατρυπῶν βοῦν, βουπ. ὀβελός, σοῦβλα ἱκανῶς μεγάλη δι’ ὁλόκληρον βοῦν, Ἡρόδ. 2. 135, Εὐρ. Κύκλ. 302· ἀμφώβολοι σφαγῆς … βουπόροι, ὀβελοὶ κατάλληλοι ὅπως διατρυπήσωσι τὸν λαιμὸν βοός, ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1134, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre à percer un bœuf entier (grosse broche de fer).
Étymologie: βοῦς, πείρω.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): βοο- Zonar.123.18C.
I capaz de atravesar un toro ὀβελός Hdt.2.135, E.Cyc.302, ὀβελίσκος X.An.7.8.14, ἀμφώβολοι E.Andr.1134.
II subst.
1 ὁ β. espetón grande Zonar.l.c.
2 τὸ β. obelisco β. Ἀρσινόης del Monte Atos, Call.Fr.110.45.

Greek Monolingual

βουπόρος, -ον (Α)
φρ. «βουπόρος ὀβελός» — σούβλα αρκετά μεγάλη για να διατρυπήσει ολόκληρο βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. πείρω «διαπερνώ, διατρυπώ»)].

Greek Monotonic

βουπόρος: -ον (πείρω), αυτός που διαπερνά, που διατρυπά τα βόδια· βουπόρος ὀβελός, σούβλα αρκετά μεγάλη ώστε να χωρά διατρυπώντας ολόκληρο το βόδι, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βουπόρος: пронзающий (целого) быка (ὀβελός Her., Eur.; ὀβελίσκος Xen.; σφαγῆς Eur.).

Middle Liddell

πείρω
ox-piercing, βουπ. ὀβελός a spit large enough to spit an ox, Hdt., Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουπόρος -ον βοῦς, πείρω rund-doorborend.