δρηστήρ: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆρος, ὁ | |dgtxt=-ῆρος, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δραστ- Synes.<i>Hymn</i>.1.460, Hsch.<br /><b class="num">I</b> [[servidor]] en tareas domésticas <i>Od</i>.16.248, 18.76, 20.160, Q.S.5.383, Nonn.<i>D</i>.15.132, c. gen. obj. εἰλαπίνης δρηστῆρες Nonn.<i>D</i>.18.98, κυπέλλων de Ganimedes, Nonn.<i>D</i>.10.259, 315<br /><b class="num">•</b>fig. δ. Ἐρώτων Nonn.<i>D</i>.42.352<br /><b class="num">•</b>[[cocinero]] Hsch.l.c.<br /><b class="num">II</b> como adj.<br /><b class="num">1</b> [[auxiliar]] θεοί Synes.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[que actúa]], [[activo]] como pred. [[en el momento de la actuación]] ἐγὼ ... κωλύω δρηστῆρα λῃστὴν καὶ λύκον διωκτῆρα yo mantengo alejado al ladrón que va a robar y al lobo en su persecución</i> Babr.128.14. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:55, 20 July 2021
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (δράω A) A labourer, working man, Od.16.248: fem. δρήστειρα = workwoman, 10.349, 19.345. II (διδράσκω) runaway, λῃστής Babr.128.14.
German (Pape)
[Seite 667] ῆρος, ὁ (δράω), der Arbeitende, der Diener; Apoll. Lex. Hom. p. 60, 20 δρηστῆρες· οἱ ὑπ ουργοῦντες καὶ διακονοῦντες θεράποντες, ἀπὸ τοῦ δρᾶν; Homer dreimal, in der Form δρηστῆρες, Odyss. 16, 248. 18, 76. 20, 160; vgl. ὑπ οδρηστήρ u. δρήστειρα; – sp. D., wie Nonn. D. 10, 259. Vgl. δράστης.
Greek (Liddell-Scott)
δρηστήρ: ῆρος, ὁ, (δράω) ἐργάτης, ἐργατικός ἄνθρωπος, Ὀδ. Π. 248· θηλ. δρήστειρα, ἐργάτις, ἐργατικὴ γυνή, Ὀδ. Κ. 349, Τ. 345. ΙΙ. (διδράσκω) δραπέτης, λῃστὴς Βάβρ. Ἀποσπ. 1. 14.
French (Bailly abrégé)
1ῆρος (ὁ) :
ion. pour *δραστήρ;
serviteur litt. celui qui fait la besogne.
Étymologie: δράω.
2ῆρος (ὁ) :
ion. pour *δραστήρ;
adj. m.
fugitif.
Étymologie: *διδράσκω.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Alolema(s): δραστ- Synes.Hymn.1.460, Hsch.
I servidor en tareas domésticas Od.16.248, 18.76, 20.160, Q.S.5.383, Nonn.D.15.132, c. gen. obj. εἰλαπίνης δρηστῆρες Nonn.D.18.98, κυπέλλων de Ganimedes, Nonn.D.10.259, 315
•fig. δ. Ἐρώτων Nonn.D.42.352
•cocinero Hsch.l.c.
II como adj.
1 auxiliar θεοί Synes.l.c.
2 que actúa, activo como pred. en el momento de la actuación ἐγὼ ... κωλύω δρηστῆρα λῃστὴν καὶ λύκον διωκτῆρα yo mantengo alejado al ladrón que va a robar y al lobo en su persecución Babr.128.14.
Greek Monolingual
δρηστήρ (-ῆρος), ο (θηλ. δρήστειρα, η) (Α)
1. εργάτης, άνθρωπος που κάνει χειρωνακτική εργασία
2. δραπέτης.
Greek Monotonic
δρηστήρ: -ῆρος, ὁ (δράω),·
I. εργάτης, εργαζόμενος με μόχθο, εργατικός, σε Ομήρ. Οδ.· θηλ. δρήστειρα, εργάτρια, στο ίδ.
II. (διδράσκω), φυγάς, δραπέτης, σε Βάβρ.· θηλ. δρῆστις, σε Ανθ.
Middle Liddell
δρηστήρ, ῆρος, n δράω
I. a labourer, working man, Od.: fem. δρήστειρα, a workwoman, Od.
II. (διδράσκὠ a runaway, Babr.: fem. δρῆστις, Anth.