ἀπάτητος: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[jamás hollado]] ὄρος <i>AP</i> 6.51.<br /><b class="num">2</b> fig. [[extraño]], [[anómalo]] Democr.B 131.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[jamás hollado]] ὄρος <i>AP</i> 6.51.<br /><b class="num">2</b> fig. [[extraño]], [[anómalo]] Democr.B 131.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:25, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάτητος Medium diacritics: ἀπάτητος Low diacritics: απάτητος Capitals: ΑΠΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: apátētos Transliteration B: apatētos Transliteration C: apatitos Beta Code: a)pa/thtos

English (LSJ)

[πᾰ], ον, A untrodden, AP6.51. II not trodden down: hence metaph., unusual, Democr.131.

German (Pape)

[Seite 282] 1) unbetreten, ὄρος Ep. ad. 171. – 2) noch nicht platt getreten, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάτητος: [πᾰ], ον, ὁ μὴ πεπατημένος, μὴ πατηθείς, ὡς καὶ νῦν, Ἀνθ. Π. 6. 51. ΙΙ. ὁ μὴ καταπατηθείς, μὴ τετριμμένος, καινός, «ἀπάτητος ἀρχή: οἷον καινή» Α. Β. 29, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: ἀ, πατέω².

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 jamás hollado ὄρος AP 6.51.
2 fig. extraño, anómalo Democr.B 131.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπάτητος, -ον) πατώ
1. αυτός που δεν τον έχουν πατήσει με το πέλμα
2. απροσπέλαστος, άβατος
νεοελλ.
1. (για υποδήματα) καινούργιος, αχρησιμοποίητος
2. αυτός που δεν έχει καταπατηθεί, καταληφθεί από ξένο ή εχθρό
αρχ.
ασυνήθιστος, σπάνιος.

Greek Monotonic

ἀπάτητος: -ον (πᾰτέω), αυτός που δεν έχει πατηθεί, απάτητος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάτητος: (πᾰ) нехоженый, неприступный (ὄρος Anth.).

Middle Liddell

πατέω
untrodden, Anth.