ἀρίσημος: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀρίσαμος <i>GVI</i> 1254.1 (Cirene III/II a.C.)<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰρῐ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[fácil de ver]], [[bien visible]] τρίβος Theoc.25.158.<br /><b class="num">2</b> [[ilustre]], [[famoso]] τύμβος καὶ παῖδες Tyrt.8.29, [[ἀνήρ]] Hp.<i>Ep</i>.10, ἔργα <i>h.Merc</i>.12, ἱρά Maiist.35, [[εἰκών]] <i>GVI</i> l.c.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[muy claramente]] τὴν μαντείαν ἀ. δηλοῦν Hld.6.14.6.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀρίσαμος <i>GVI</i> 1254.1 (Cirene III/II a.C.)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰρῐ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[fácil de ver]], [[bien visible]] τρίβος Theoc.25.158.<br /><b class="num">2</b> [[ilustre]], [[famoso]] τύμβος καὶ παῖδες Tyrt.8.29, [[ἀνήρ]] Hp.<i>Ep</i>.10, ἔργα <i>h.Merc</i>.12, ἱρά Maiist.35, [[εἰκών]] <i>GVI</i> l.c.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[muy claramente]] τὴν μαντείαν ἀ. δηλοῦν Hld.6.14.6.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:30, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρίσημος Medium diacritics: ἀρίσημος Low diacritics: αρίσημος Capitals: ΑΡΙΣΗΜΟΣ
Transliteration A: arísēmos Transliteration B: arisēmos Transliteration C: arisimos Beta Code: a)ri/shmos

English (LSJ)

[ᾰρῐ], ον, (σῆμα) A notable, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο h.Merc. 12; καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Tyrt.12.29; ἀνήρ Hp. Ep.10; εἰκών Epigr.Gr.260 (Cyrene). II plain, visible, τρίβος Theoc.25.158. Adv. -μως Hld.6.14.

German (Pape)

[Seite 351] (σῆμα), sehr deutlich, offenkundig, H. h. Merc. 12; -σαμος Theocr. 25, 158. – Adv. -σήμως Heliod. 6, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίσημος: -ον, (σῆμα) λίαν φανερός, ἀξιοσημείωτος, περιφανής, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 12· καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Τυρταῖος 9. 29· εἰκών, Συλλ. Ἐπιγρ. 5362b. ΙΙ. σφόδρα ἐναργής, ὀρατός, τρίβος Θεόκρ. 25. 158. - Ἐπίρρ. -μως Ἡλιόδ. 6. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 notable, remarquable;
2 tout à fait visible.
Étymologie: ἀρι-, σῆμα.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀρίσαμος GVI 1254.1 (Cirene III/II a.C.)
• Prosodia: [ᾰρῐ-]
I 1fácil de ver, bien visible τρίβος Theoc.25.158.
2 ilustre, famoso τύμβος καὶ παῖδες Tyrt.8.29, ἀνήρ Hp.Ep.10, ἔργα h.Merc.12, ἱρά Maiist.35, εἰκών GVI l.c.
II adv. -ως muy claramente τὴν μαντείαν ἀ. δηλοῦν Hld.6.14.6.

Greek Monolingual

ἀρίσημος, -ον (Α)
1. αξιοσημείωτος, σημαντικός
2. ευδιάκριτος, αυτός που φαίνεται καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -σημος < σήμα].

Greek Monotonic

ἀρίσημος: Δωρ. -σᾱμος, -ον (σῆμα
I. αξιοσημείωτος, σε Ομηρ. Ύμν., Τυρτ.
III. πολύ σαφής, εναργής, ορατός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρίσημος: дор. v. l. ἀρίσᾱμος 2
1) замечательный (ἔργα HH);
2) заметный (τρίβος οὐκ ἀ. ἐν ὕλῃ Theocr.).

Middle Liddell

σῆμα
I. very notable, Hhymn., Tyrtae.
II. very plain, visible, Theocr.