ἄλπνιστος: Difference between revisions
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-η, -ον<br />sup. [[agradabilísimo]], [[sublime]] ζωᾶς [[ἄωτον]] ... τὸν ἄλπνιστον Pi.<i>I</i>.5.12. | |dgtxt=-η, -ον<br />sup. [[agradabilísimo]], [[sublime]] ζωᾶς [[ἄωτον]] ... τὸν ἄλπνιστον Pi.<i>I</i>.5.12.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De Ϝαλπ-, grado ø de *Ϝελπ-, cf. [[ἔλπω]], [[ἐλπίς]], q.u. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:54, 20 July 2021
English (LSJ)
η, ον, Sup. of ἄλπνος (only in compd. ἔπαλπνος, q.v.), A sweetest, loveliest, Pi.I.5(4).12; cf. ἀλπαλέον (cod. -αῖον) · ἀγαπητόν, Hsch. (Cf. ἔλπω (ϝέλπω), Lat. volup.)
German (Pape)
[Seite 109] superl. von ἄλπνος (das nur in der Zusammensetzung ἔπαλπνος vorkommt), ζωᾶς ἄωτον Pind. I. 4, 14, süß, lieblich (die Ableitung ist zw., gew. von ἔλπω, ἀλφεῖν, θάλπω).
Greek (Liddell-Scott)
ἄλπνιστος: -η, -ον, ὑπερθ. τοῦ ἄλπνος, (ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἔπαλπνος, ὃ ἴδε) = ἥδιστος, γλυκύτατος, φίλτατος, Πινδ. Ι. 5. 14: Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἀλπαλέον, (χειρόγρ. -αῖον), ἀγαπητόν· ἐκ τοῦ ἔλπω (Fέλπω) Λατ. volup.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très doux.
Étymologie: Sp. d’un adj. inusité ; cf. ἔπαλπνος, ἔλπω.
English (Slater)
ἄλπνιστος
1 sweetest (v. Wackernagel, Kl. Schr. 831) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (Σγρ.: ἀνέλπιστον codd. et lex.: ἄλπιστον Calliergus: τὸν ἥδιστον καὶ προσηνέστατον. Σ.) (I. 5.12)
Spanish (DGE)
-η, -ον
sup. agradabilísimo, sublime ζωᾶς ἄωτον ... τὸν ἄλπνιστον Pi.I.5.12.
• Etimología: De Ϝαλπ-, grado ø de *Ϝελπ-, cf. ἔλπω, ἐλπίς, q.u.
Greek Monolingual
ἄλπνιστος, -η, -ον (Α) (υπερθ. του επιθ. ἄλπνος που απαντά μόνο ως σύνθετο, πρβλ. ἔπαλ-πνος)
γλυκύτατος, φίλτατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἄλπνιστος (σύμφωνα με άλλη άποψη ἄλπιστος, χωρίς το πρόσφυμα -ν-) συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα αλπ- < Fαλπ, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας Fελπ- (πρβλ. ἔλπομαι, ἐλπίς)].
Russian (Dvoretsky)
ἄλπνιστος: нежнейший (ζωᾶς ἄωτος Pind.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: See below. (Pi. I. 5 (4), 12)
Other forms: ἔπαλπνος amiable (Pi. P. 8, 84) = ἡδύς, προσηνής (Sch.); ἀλπαλέον ἀγαπητόν H., from which (perhaps) ἁρπαλέος (influenced by ἁρπάζω; the gloss ἁπάλιμα· ἁρπακτά, προσφιλῆ shows the double meaning; cf. also ἁρπαλίζομαι· ἀσμένως δέχομαι H.). Here also the PN Ἀλπονίδης (inscr. Karthaia), Bechtel Namenstudien 5f., from ῎Αλπων.
Dialectal forms: ἄλπαρ inscr. Crete; uncertain.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For ἄλπνιστος Wackernagel KZ 43, 377 reads *ἄλπιστος, a primary superlative formation and attested as PN (A. Pers. 982; but text uncertain). The assumption of an old r\/n-stem, once popular, is unnecessary (the Cretan form would point to it). - ἀλπ- as *Ϝαλπ-, zero grade of *Ϝελπ- in ἔλπομαι, ἐλπίς, is doubtful (one expects *Ϝλαπ-).
Middle Liddell
[Sup. adj. ( cf. ἔπαλπνος )]
sweetest, loveliest, Pind.
Frisk Etymology German
ἄλπνιστος: Pi. I. 5 (4), 12;
{álpnistos}
Forms: ἔπαλπνος Pi. P. 8, 84 = ἡδύς, προσηνής (Sch.); ἀλπαλέον· ἀγαπητόν H., woraus ἁρπαλέος durch Dissimilation entstanden sein kann, vgl. ἁρπάζω. Hierher auch nach Bechtel Namenstudien 5f. der Name Ἀλπονίδης (Inschr. Karthaia).
Etymology : Statt ἄλπνιστος will Wackernagel KZ 43, 377 mit guten Gründen *ἄλπιστος lesen, das somit eine regelrechte, auf der Schwundstufe (vgl. unten) gebaute primäre Superlativbildung wäre und tatsächlich als Eigenname überliefert ist (A. Pers. 982; Text allerdings lückenhaft). Als Hinterglied enthält ἔπαλπνος einen r-n-Stamm *ἄλπαρ, ἀλπν-, woneben ἀλπαλέος wie πιαλέος neben πῖαρ, πίων (vgl. *Ἄλπων in Ἀλπονίδης). Vgl. Benveniste Origines 15; ungenügend Bechtel l. c. und Strömberg Greek Prefix Studies 94f. S. auch Seiler Steigerungsformen 79f. ἀλπ- aus *ϝαλπ- gilt als Schwundstufe von *ϝελπ- in ἔλπομαι, ἐλπίς, s. d.
Page 1,78