εορτή: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γιορτή]], η (AM [[ἑορτή]])<br /><b>1.</b> [[πανηγυρισμός]] που γίνεται με την [[ευκαιρία]] δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος<br /><b>2.</b> η [[ημέρα]] [[κατά]] την οποία η [[εκκλησία]] γιορτάζει τη [[μνήμη]] τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων<br /><b>3.</b> γιορταστική [[συγκέντρωση]], [[πανηγύρι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατόπιν]] ἑορτῆς» — γι' αυτούς που φτάνουν [[αργά]], [[μετά]] τα γεγονότα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ονομαστική [[εορτή]]» — η [[ημέρα]] που γιορτάζει ο [[άγιος]] του οποίου το όνομα έχει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> «εθνική [[εορτή]]» — [[γιορτή]] που καθιερώνεται από την [[πολιτεία]] σε [[ανάμνηση]] σημαντικού ιστορικού γεγονότος<br /><b>αρχ.</b><br />[[διασκέδαση]], [[ψυχαγωγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fορ</i>-<i>τ</i><i>ā</i>, η [[δασύτητα]] πιθ. από το <i>F</i>-. Ο ομηρ., αττ. τ. [[εορτή]] συνδέεται με τους τ. [[έροτις]], [[έρανος]], ο δε ιων. τ. [[ορτή]] προήλθε από τον τ. [[εορτή]] με [[υφαίρεση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[νεοσσός]] > [[νοσσός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εορτάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εορταίος]], <i>εορτικός</i>, <i>εορτώδης</i>, [[ορτάζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εόρτιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[εορτοδρόμιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εορτολόγιο]]. (Β' συνθετικό) [[φιλέορτος]].
|mltxt=και [[γιορτή]], η (AM [[ἑορτή]])<br /><b>1.</b> [[πανηγυρισμός]] που γίνεται με την [[ευκαιρία]] δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος<br /><b>2.</b> η [[ημέρα]] [[κατά]] την οποία η [[εκκλησία]] γιορτάζει τη [[μνήμη]] τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων<br /><b>3.</b> γιορταστική [[συγκέντρωση]], [[πανηγύρι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατόπιν]] ἑορτῆς» — γι' αυτούς που φτάνουν [[αργά]], [[μετά]] τα γεγονότα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ονομαστική [[εορτή]]» — η [[ημέρα]] που γιορτάζει ο [[άγιος]] του οποίου το όνομα έχει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> «εθνική [[εορτή]]» — [[γιορτή]] που καθιερώνεται από την [[πολιτεία]] σε [[ανάμνηση]] σημαντικού ιστορικού γεγονότος<br /><b>αρχ.</b><br />[[διασκέδαση]], [[ψυχαγωγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fορ</i>-<i>τ</i><i>ā</i>, η [[δασύτητα]] πιθ. από το <i>F</i>-. Ο ομηρ., αττ. τ. [[εορτή]] συνδέεται με τους τ. [[έροτις]], [[έρανος]], ο δε ιων. τ. [[ορτή]] προήλθε από τον τ. [[εορτή]] με [[υφαίρεση]] ([[πρβλ]]. [[νεοσσός]] > [[νοσσός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εορτάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εορταίος]], <i>εορτικός</i>, <i>εορτώδης</i>, [[ορτάζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εόρτιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[εορτοδρόμιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εορτολόγιο]]. (Β' συνθετικό) [[φιλέορτος]].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

και γιορτή, η (AM ἑορτή)
1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος
2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων
3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι
4. φρ. «κατόπιν ἑορτῆς» — γι' αυτούς που φτάνουν αργά, μετά τα γεγονότα
νεοελλ.
φρ.
1. «ονομαστική εορτή» — η ημέρα που γιορτάζει ο άγιος του οποίου το όνομα έχει κάποιος
2. «εθνική εορτή» — γιορτή που καθιερώνεται από την πολιτεία σε ανάμνηση σημαντικού ιστορικού γεγονότος
αρχ.
διασκέδαση, ψυχαγωγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -Fορ-τā, η δασύτητα πιθ. από το F-. Ο ομηρ., αττ. τ. εορτή συνδέεται με τους τ. έροτις, έρανος, ο δε ιων. τ. ορτή προήλθε από τον τ. εορτή με υφαίρεση (πρβλ. νεοσσός > νοσσός).
ΠΑΡ. εορτάζω
αρχ.
εορταίος, εορτικός, εορτώδης, ορτάζω
αρχ.-μσν.
εόρτιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν.-νεοελλ. εορτοδρόμιος
νεοελλ.
εορτολόγιο. (Β' συνθετικό) φιλέορτος.