εὔρωστος: Difference between revisions
Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔρωστος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[ρωμαλέος]] («[[εὔρωστος]] τὸ [[σῶμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ψυχικό]] [[σθένος]] («[[εὔρωστος]] τὰς ψυχάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανθηρός]], σε καλή [[κατάσταση]] («εύρωστη [[οικονομία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρώννυμι]] «[[δυναμώνω]]»), | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔρωστος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[ρωμαλέος]] («[[εὔρωστος]] τὸ [[σῶμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ψυχικό]] [[σθένος]] («[[εὔρωστος]] τὰς ψυχάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανθηρός]], σε καλή [[κατάσταση]] («εύρωστη [[οικονομία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρώννυμι]] «[[δυναμώνω]]»), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>ρρωστος</i>, [[ταχύ]]-<i>ρρωστος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (ῥώννυμι) A stout, strong, ἱππεῖς X.HG4.3.6, cf.Aen. Tact.1.7, PCair.Zen.56.1 (iii B.C.), etc.; στόμα Arist.HA617b3; εὔρωστος τὸ σῶμα X. HG6.1.6; τῷ σώματι Isoc.15.116 (Sup.); τὰς ψυχάς Arist.Phgn.810a25. Adv. -τως X.Ages.2.24; εὐ. τὸν βίον διάξετε Antiph.1 D.
German (Pape)
[Seite 1096] wohl bei Kräften, gesund u. stark, Hippocr.; Xen. Hell. 4, 3, 6; τὸ σῶμα 6, 1, 6; τῷ σώματι Isocr. – Adv., Xen. Ag. 2, 24.
Greek (Liddell-Scott)
εὔρωστος: -ον, (ῥώννυμι) ὑγιής, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 6· εὔρωστος τὸ σῶμα αὐτόθι 6. 1. 6· τῷ σώματι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 123· τὴν ψυχὴν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 4. ― Ἐπίρρ. -τως, Ξεν. Ἀγησ. 2. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fort, robuste, vigoureux;
Cp. εὐρωστότερος, Sp. εὐρωστότατος.
Étymologie: εὖ, ῥώννυμι.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔρωστος, -ον)
1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος («εὔρωστος τὸ σῶμα», Ξεν.)
2. αυτός που έχει ψυχικό σθένος («εὔρωστος τὰς ψυχάς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ανθηρός, σε καλή κατάσταση («εύρωστη οικονομία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ρωστος (< ρώννυμι «δυναμώνω»), πρβλ. ά-ρρωστος, ταχύ-ρρωστος].
Greek Monotonic
εὔρωστος: -ον (ῥώννυμι), υγιής, ρωμαλέος, γερός, δυνατός, ισχυρός, σε Ξεν.· επίρρ. -τως, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εὔρωστος: сильный, крепкий (τὸ σῶμα Xen. и τῷ σώματι Isocr.; τὴν ψυχήν Arst. и τῇ ψυχῇ Plut.).