θυρσομανής: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυρσομανής]], -ές (Α)<br />(ως επίθ. του Βάκχου) μαινόμενος [[θυρσοφόρος]], αυτός που κρατά τον θύρσο και βρίσκεται σε [[κατάσταση]] μανίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>, <i>ναρκο</i>-<i>μανής</i>].
|mltxt=[[θυρσομανής]], -ές (Α)<br />(ως επίθ. του Βάκχου) μαινόμενος [[θυρσοφόρος]], αυτός που κρατά τον θύρσο και βρίσκεται σε [[κατάσταση]] μανίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>, <i>ναρκο</i>-<i>μανής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσομᾰνής Medium diacritics: θυρσομανής Low diacritics: θυρσομανής Capitals: ΘΥΡΣΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: thyrsomanḗs Transliteration B: thyrsomanēs Transliteration C: thyrsomanis Beta Code: qursomanh/s

English (LSJ)

ές, A he who raves with the thyrsus, epithet of Bacchus, E.Ph.792 (lyr.), Orph.H.50.8.

German (Pape)

[Seite 1227] ές, mit dem Thyrsus rasend, in bacchischer Begeisterung; Eur. Phoen. 798; Bacchus, Orph. H. 49, 8.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσομᾰνής: -ές, ὁ μαινόμενος κρατῶν τὸν θύρσον, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Εὐρ. Φοίν. 792, Ὀρφ. Ὕμν. 49. 8.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s’abandonne à un transport bachique, le thyrse en main.
Étymologie: θύρσος, μαίνομαι.

Greek Monolingual

θυρσομανής, -ές (Α)
(ως επίθ. του Βάκχου) μαινόμενος θυρσοφόρος, αυτός που κρατά τον θύρσο και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής, ναρκο-μανής].

Greek Monotonic

θυρσομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που τρελαίνεται με τον θυρσύν, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θυρσομᾰνής: неистовствующий с тирсом в руках (sc. Βρόμιος Eur.).

Middle Liddell

θυρσο-μᾰνής, ές μαίνομαι
he who raves with the thyrsus, Eur.