μελισσόβοτος: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελισσόβοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βόσκεται από μέλισσες («μελισσοβότου Ἑλικῶνος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὀ μελισσόβοτον</i><br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού [[μελισσοβότανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοτόν]]), | |mltxt=[[μελισσόβοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βόσκεται από μέλισσες («μελισσοβότου Ἑλικῶνος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὀ μελισσόβοτον</i><br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού [[μελισσοβότανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοτόν]]), [[πρβλ]]. <i>ιππό</i>-<i>βοτος</i>, <i>μηλό</i>-<i>βοτος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A fed on by bees, AP9.523, D.P.327.
German (Pape)
[Seite 124] von Bienen beweidet, der Helikon, Dionys. 7 (IX, 523); τὸ μελ., = Vorigem, Nic. Th. 677.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσόβοτος: -ον, βοσκόμενος ὑπὸ μελισσῶν, Ἀνθ. Π. 9. 523, Διον. Π. 327, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui nourrit les abeilles;
2 nourri par les abeilles.
Étymologie: μέλισσα, βόσκω.
Greek Monolingual
μελισσόβοτος, -ον (Α)
1. αυτός που βόσκεται από μέλισσες («μελισσοβότου Ἑλικῶνος», Ανθ. Παλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὀ μελισσόβοτον
άλλη ονομασία του φυτού μελισσοβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -βοτος (< βοτόν), πρβλ. ιππό-βοτος, μηλό-βοτος].
Greek Monotonic
μελισσόβοτος: -ον (βόσκω), αυτός που έχει βοσκηθεί από μέλισσες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελισσόβοτος: питающий пчел (Ἑλικών Anth.).
Middle Liddell
μελισσό-βοτος, ον βόσκω
fed on by bees, Anth.