χώμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[χῶμα]], -ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν<br />το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο [[έδαφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκόνη]] («ο [[αέρας]] γέμισε [[χώμα]] τα παράθυρα»)<br /><b>2.</b> [[έδαφος]] («έπεσε από [[ψηλά]] στο [[χώμα]]»)<br /><b>3.</b> γη, [[τόπος]] («το άγιο [[χώμα]] της πατρίδας»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έφαγε η [[πλάτη]] του [[χώμα]]» — έπεσε σε ύπτια [[θέση]]<br />β) «έφαγε η [[μύτη]] [ή η [[μούρη]]] του [[χώμα]]» — τον έριξε ο [[αντίπαλος]] [[μπρούμυτα]]<br />γ) «τον κύλισε στο [[χώμα]]» — τον έριξε [[καταγής]]<br />δ) «τον έφαγε το [μαύρο] [[χώμα]]» — πέθανε και τον έθαψαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίχωμα]], τεχνητό ύψωμα για την [[κατάληψη]] τείχους («ὁρῶντες τὸ [[χῶμα]] αἰρόμενον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανάχωμα]] σε όχθη ποταμού<br /><b>3.</b> [[αποβάθρα]], [[μώλος]]<br /><b>4.</b> [[αμμώδης]] [[γλώσσα]] εδάφους, [[ακρωτήριο]]<br /><b>5.</b> [[τύμβος]], [[τάφος]] (α. «[[οὔτε]] τάφων χώματα γαίας ἐσορῶ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ὄμβρων μεγάλων ἐπιπεσόντων καὶ χώματος περιρραγέντος ἐξέωσε τὰς σοροὺς τὸ ῥεῡμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[σωρός]] από ερείπια («ἔθηκας πόλεις εἰς [[χῶμα]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χω</i>- του αρχ. [[χώννυμι]] «[[σχηματίζω]] σωρό, [[φράζω]], [[αποκλείω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ζώννυμι]]: [[ζῶμα]])].
|mltxt=το / [[χῶμα]], -ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν<br />το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο [[έδαφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκόνη]] («ο [[αέρας]] γέμισε [[χώμα]] τα παράθυρα»)<br /><b>2.</b> [[έδαφος]] («έπεσε από [[ψηλά]] στο [[χώμα]]»)<br /><b>3.</b> γη, [[τόπος]] («το άγιο [[χώμα]] της πατρίδας»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έφαγε η [[πλάτη]] του [[χώμα]]» — έπεσε σε ύπτια [[θέση]]<br />β) «έφαγε η [[μύτη]] [ή η [[μούρη]]] του [[χώμα]]» — τον έριξε ο [[αντίπαλος]] [[μπρούμυτα]]<br />γ) «τον κύλισε στο [[χώμα]]» — τον έριξε [[καταγής]]<br />δ) «τον έφαγε το [μαύρο] [[χώμα]]» — πέθανε και τον έθαψαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίχωμα]], τεχνητό ύψωμα για την [[κατάληψη]] τείχους («ὁρῶντες τὸ [[χῶμα]] αἰρόμενον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανάχωμα]] σε όχθη ποταμού<br /><b>3.</b> [[αποβάθρα]], [[μώλος]]<br /><b>4.</b> [[αμμώδης]] [[γλώσσα]] εδάφους, [[ακρωτήριο]]<br /><b>5.</b> [[τύμβος]], [[τάφος]] (α. «[[οὔτε]] τάφων χώματα γαίας ἐσορῶ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ὄμβρων μεγάλων ἐπιπεσόντων καὶ χώματος περιρραγέντος ἐξέωσε τὰς σοροὺς τὸ ῥεῡμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[σωρός]] από ερείπια («ἔθηκας πόλεις εἰς [[χῶμα]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χω</i>- του αρχ. [[χώννυμι]] «[[σχηματίζω]] σωρό, [[φράζω]], [[αποκλείω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> ([[πρβλ]]. [[ζώννυμι]]: [[ζῶμα]])].
}}
}}

Revision as of 15:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

το / χῶμα, -ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν
το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο έδαφος
νεοελλ.
1. σκόνη («ο αέρας γέμισε χώμα τα παράθυρα»)
2. έδαφος («έπεσε από ψηλά στο χώμα»)
3. γη, τόπος («το άγιο χώμα της πατρίδας»)
4. φρ. α) «έφαγε η πλάτη του χώμα» — έπεσε σε ύπτια θέση
β) «έφαγε η μύτη [ή η μούρη] του χώμα» — τον έριξε ο αντίπαλος μπρούμυτα
γ) «τον κύλισε στο χώμα» — τον έριξε καταγής
δ) «τον έφαγε το [μαύρο] χώμα» — πέθανε και τον έθαψαν
αρχ.
1. επίχωμα, τεχνητό ύψωμα για την κατάληψη τείχους («ὁρῶντες τὸ χῶμα αἰρόμενον», Θουκ.)
2. ανάχωμα σε όχθη ποταμού
3. αποβάθρα, μώλος
4. αμμώδης γλώσσα εδάφους, ακρωτήριο
5. τύμβος, τάφος (α. «οὔτε τάφων χώματα γαίας ἐσορῶ», Ευρ.
β. «ὄμβρων μεγάλων ἐπιπεσόντων καὶ χώματος περιρραγέντος ἐξέωσε τὰς σοροὺς τὸ ῥεῡμα», Πλάτ.)
6. σωρός από ερείπια («ἔθηκας πόλεις εἰς χῶμα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χω- του αρχ. χώννυμι «σχηματίζω σωρό, φράζω, αποκλείω» + κατάλ. -μα (πρβλ. ζώννυμι: ζῶμα)].