ἑρμογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἑρμογλύφος]], Α και [[ἑρμογλυφεύς]])<br />[[γλύπτης]], [[αγαλματοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γλύπτης]] ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ερμής]] <span style="color: red;">+</span> [[γλυφός]] (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[λιθο]]-<i>γλύφος</i>, <i>ξυλο</i>-<i>γλύφος</i>].
|mltxt=ο (AM [[ἑρμογλύφος]], Α και [[ἑρμογλυφεύς]])<br />[[γλύπτης]], [[αγαλματοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γλύπτης]] ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ερμής]] <span style="color: red;">+</span> [[γλυφός]] (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]])<br />[[πρβλ]]. [[λιθο]]-<i>γλύφος</i>, <i>ξυλο</i>-<i>γλύφος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμογλύφος Medium diacritics: ἑρμογλύφος Low diacritics: ερμογλύφος Capitals: ΕΡΜΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: hermoglýphos Transliteration B: hermoglyphos Transliteration C: ermoglyfos Beta Code: e(rmoglu/fos

English (LSJ)

ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ib. 2, Porph. Hist. Phil. Fr. 11, Iamb. VP 34.245.

German (Pape)

[Seite 1033] ὁ, der Bildhauer, = ἑρμογλυφεύς, Luc. somn. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ἄριστος ἑρμογλύφος εἶναι δοκῶν Λουκ. Ἐνυπν. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ἑρμογλυφεύς.

Greek Monolingual

ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς)
γλύπτης, αγαλματοποιός
αρχ.
γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω)
πρβλ. λιθο-γλύφος, ξυλο-γλύφος].

Greek Monotonic

ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμογλύφος: ὁ Luc. = ἑρμογλυφεύς.

Middle Liddell

ἑρμο-γλύφος, ὁ, = ἑρμογλυφεύς, Luc.]