ἄσπορος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσπορος]], -ον)<br />[[εκείνος]] στον οποίο δεν έχουν σπείρει [[τίποτε]], ο [[άσπαρτος]] («άσπορο [[χωράφι]]», «άσπορα [[άρουρα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έσπειρε το [[χωράφι]] του («ένα χρόνο [[άσπορος]] [[πέντε]] [[χρόνια]] [[έρημος]]»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει [[σπέρμα]] ή σπόρους («άσπορο [[αβγό]]», «άσπορα φρούτα»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) όποιος αναπτύχθηκε [[χωρίς]] να τον σπείρουν, ο [[αυτοφυής]]<br /><b>2.</b> (ειδικά για την [[ενσάρκωση]] του Χριστού) αυτός που γεννήθηκε [[χωρίς]] [[σπέρμα]] («[[ἄσπορος]] [[τόκος]]», «ἄσπορον γονήν», «ἐν ἀσπόρῳ νηδύι» — | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσπορος]], -ον)<br />[[εκείνος]] στον οποίο δεν έχουν σπείρει [[τίποτε]], ο [[άσπαρτος]] («άσπορο [[χωράφι]]», «άσπορα [[άρουρα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έσπειρε το [[χωράφι]] του («ένα χρόνο [[άσπορος]] [[πέντε]] [[χρόνια]] [[έρημος]]»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει [[σπέρμα]] ή σπόρους («άσπορο [[αβγό]]», «άσπορα φρούτα»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) όποιος αναπτύχθηκε [[χωρίς]] να τον σπείρουν, ο [[αυτοφυής]]<br /><b>2.</b> (ειδικά για την [[ενσάρκωση]] του Χριστού) αυτός που γεννήθηκε [[χωρίς]] [[σπέρμα]] («[[ἄσπορος]] [[τόκος]]», «ἄσπορον γονήν», «ἐν ἀσπόρῳ νηδύι» — [[πρβλ]]. «[[Ἥφαιστος]] [[ἄσπορος]] ἐκ γενετῆτος», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άτεκνος]], ο [[στείρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εμποδίζει τη [[σπορά]] («ἄσπορον... αὐχμόν» — για την [[ξηρασία]], <b>Νόνν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A = ἄσπαρτος, χώρα D.19.123, IG2.379.9, Plu. Alex.66, PRyl.133.22 (i A. D.), etc. II of plants, unsown, growing without cultivation, Luc.Rh.Pr.8, Nic.Fr.74.58. III begotten without impregnation, of Hephaestus, Nonn.D.9.229; but, producing without impregnation, ἰλύς ib.40.433. IV barren, Luc.Am. 28, Nonn.D.2.221, al.; not having issue, ib.40.119. 2 Act., preventing production, αὐχμός ib.39.139.
German (Pape)
[Seite 374] unbesäet, ohne Saat, χώρα Dem. 19, 123; Plut. Cor. 12; Luc.; τὰ ἄσπορα Agath. 37 (VI, 79).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non ensemencé.
Étymologie: ἀ, σπόρος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no sembrado χώρα D.19.123, IG 22.834.8 (III a.C.), ISestos 1.56 (II a.C.), Plu.Alex.66, I.BI 2.200, γαῖα Moschio Trag.6.25, γῆ D.S.17.75, PAmst.29.11 (I/II d.C.), Poll.1.227, Philostr.VA 6.11 (p.223), cf. Thphr.HP 8.11.9, PRyl.133.22 (I d.C.), BGU 2063.11 (II d.C.), PCair.Isidor.6.75, 126 (IV d.C.), 11.14, 19 (IV d.C.), PAbinn.50.6 (IV d.C.), Hsch.
2 no procedente de siembra, silvestre de plantas ἄσπορα καὶ ἀνήροτα πάντα φυέσθω Luc.Rh.Pr.8, cf. Sat.7, κύπρος τ' ὀσμηρόν τε σισύμβριον ὅσσα ... ἄσπορα ... Nic.Fr.74.58, del maná τὴν τροφὴν εἶχον ἄσπορον καὶ ἀνήροτον Basil.M.31.320B
•no procedente de fecundación, nacido sin fecundación Ἥφαιστος ... ἄ. ἐκ γενετῆρος Nonn.D.9.229, υἱός Nonn.D.12.58, ἄσπορον ἡμετέρην γενεὴν ποίησε Κρονίων Nonn.D.10.115, ἐν τῇ γεννήσει ἄ. ὡράθη τόκος Leont.H.Nest.M.86.1480C
•fig. de la virtud en los anim. innato, ingénito Plu.2.987b, ἀνδρῶν ἄ. ἁρμονίη Nonn.D.6.372
•que da fruto sin fecundación ἰλύς Nonn.D.50.433, 41.56.
3 que no da fruto, estéril, que no procrea de pers. Ἄττις Nonn.D.25.311, ἀνήρ Nonn.D.40.119, de las relaciones entre lesbianas, Luc.Am.28, κόσμος Nonn.D.2.221, 7.3, αὐχμός Nonn.D.39.139, de una planta, Q.S.4.428.
II adv. -ως sin fecundación μονογενῆ ... ἐκ μόνης μητρὸς ἀ. τεχθέντα Bas.Sel.Or.M.85.141B.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄσπορος, -ον)
εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε, ο άσπαρτος («άσπορο χωράφι», «άσπορα άρουρα»)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έσπειρε το χωράφι του («ένα χρόνο άσπορος πέντε χρόνια έρημος»)
2. εκείνος που δεν έχει σπέρμα ή σπόρους («άσπορο αβγό», «άσπορα φρούτα»)
αρχ.-μσν.
1. (για φυτά) όποιος αναπτύχθηκε χωρίς να τον σπείρουν, ο αυτοφυής
2. (ειδικά για την ενσάρκωση του Χριστού) αυτός που γεννήθηκε χωρίς σπέρμα («ἄσπορος τόκος», «ἄσπορον γονήν», «ἐν ἀσπόρῳ νηδύι» — πρβλ. «Ἥφαιστος ἄσπορος ἐκ γενετῆτος», Νόνν.)
αρχ.
1. ο άτεκνος, ο στείρος
2. αυτός που εμποδίζει τη σπορά («ἄσπορον... αὐχμόν» — για την ξηρασία, Νόνν.).
Greek Monotonic
ἄσπορος: -ον (σπείρω), = ἄσπαρτος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσπορος:
1) незасеянный (χώρα Dem., Plut.; τεμένη Anth.);
2) не посеянный (σοὶ ἄσπορα πάντα φυέσθω Luc.).