κολοβομάχη: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κολοβομάχη]] και κολοβομαχία, ἡ (Α)<br />([[ονομασία]] για το Θ της Ιλιάδας) [[μάχη]] που δεν τέλειωσε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοβός]] <span style="color: red;">+</span> [[μάχη]]. Ο τ. <i>κολοβομαχία</i> <span style="color: red;"><</span> [[κολοβός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μάχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κολοβομάχη]] και κολοβομαχία, ἡ (Α)<br />([[ονομασία]] για το Θ της Ιλιάδας) [[μάχη]] που δεν τέλειωσε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοβός]] <span style="color: red;">+</span> [[μάχη]]. Ο τ. <i>κολοβομαχία</i> <span style="color: red;"><</span> [[κολοβός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μάχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), [[πρβλ]]. [[μονομαχία]], [[πεζομαχία]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:30, 23 August 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, A the interrupted battle, name for Il.8, Sch.B Il.8 init.; also κολοβο-μᾰχία, ἡ, Sch.Leid.Il.13.745 in Valck.Animadv.ad Ammon.p.181; cf. κόλος 3.
German (Pape)
[Seite 1474] ἡ, die unterbrochene Schlacht, so hieß das achte Buch der Ilias, Schol. Il. 8, 1; auch κολοβομαχία.
Greek (Liddell-Scott)
κολοβομάχη: ἡ, ἡ διακοπεῖσα μάχη, ὡς εἷς τῶν Σχολιαστῶν καλεῖ τὴν Θ. ῥαψῳδίαν τῆς Ἰλ.· ἐν τοῖς Ἐνετ. Σχολ., αὐτόθι, «κόλον δὲ μάχην ἤτοι κολοβὴν τὴν Θ. ῥαψῳδίαν καλοῦσι» Εὐστ. 599. 59.
Greek Monolingual
κολοβομάχη και κολοβομαχία, ἡ (Α)
(ονομασία για το Θ της Ιλιάδας) μάχη που δεν τέλειωσε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + μάχη. Ο τ. κολοβομαχία < κολοβός + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονομαχία, πεζομαχία].