ἄκανος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄκανος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αγκαθιού<br /><b>2.</b> η αγκαθωτή [[κορφή]] μερικών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[μυτερός]]», από όπου με μια [[σειρά]] ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως [[ἄκαινα]], [[ἀκόνη]] [[ἄκων]], [[ἀκόντιον]], που συνδέονται όλες με τη [[σημασία]] του «[[οξύς]], [[μυτερός]], [[αιχμηρός]]». Ειδικότερα η λ. [[ἄκανος]] χρησιμοποιήθηκε ως [[βοτανικός]] όρος ([[πρβλ]]. και [[ἄκανθα]]), [[αφού]] σχηματίστηκε όπως [[πολλά]] άλλα ονόματα [[φυτών]] με το [[επίθημα]] -<i>ανος</i> (<i>ἄκ</i>-<i>ανο</i>-<i>ς</i>)<br />[[πρβλ]]. <i>βάλ</i>-<i>ανος</i>, <i>πλάτ</i>-<i>ανος</i>, <i>πύ</i>-<i>ανος ράφ</i>-<i>ανος</i> κ.ά. Η λ. [[ἄκανος]] μαρτυρείται [[άπαξ]] με τη [[μορφή]] αθέματου (τριτόκλιτου) τύπου, ως [[ἄκαν]], -<i>ανος</i>. Ακόμη [[είναι]] η λ. που απετέλεσε [[πιθανώς]] τη [[βάση]] για τον σχηματισμό του πολύ εύχρηστου όρου [[ἄκανθα]]<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκανίζω]], [[ἀκανικός]], [[ἀκάνιον]], [[ἀκανώδης]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ἀκ</i>-].
|mltxt=[[ἄκανος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αγκαθιού<br /><b>2.</b> η αγκαθωτή [[κορφή]] μερικών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[μυτερός]]», από όπου με μια [[σειρά]] ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως [[ἄκαινα]], [[ἀκόνη]] [[ἄκων]], [[ἀκόντιον]], που συνδέονται όλες με τη [[σημασία]] του «[[οξύς]], [[μυτερός]], [[αιχμηρός]]». Ειδικότερα η λ. [[ἄκανος]] χρησιμοποιήθηκε ως [[βοτανικός]] όρος ([[πρβλ]]. και [[ἄκανθα]]), [[αφού]] σχηματίστηκε όπως [[πολλά]] άλλα ονόματα [[φυτών]] με το [[επίθημα]] -<i>ανος</i> (<i>ἄκ</i>-<i>ανο</i>-<i>ς</i>)<br />[[πρβλ]]. [[βάλανος]], [[πλάτανος]], <i>πύ</i>-<i>ανος ράφ</i>-<i>ανος</i> κ.ά. Η λ. [[ἄκανος]] μαρτυρείται [[άπαξ]] με τη [[μορφή]] αθέματου (τριτόκλιτου) τύπου, ως [[ἄκαν]], -<i>ανος</i>. Ακόμη [[είναι]] η λ. που απετέλεσε [[πιθανώς]] τη [[βάση]] για τον σχηματισμό του πολύ εύχρηστου όρου [[ἄκανθα]]<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκανίζω]], [[ἀκανικός]], [[ἀκάνιον]], [[ἀκανώδης]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ἀκ</i>-].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 19:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκᾰνος Medium diacritics: ἄκανος Low diacritics: άκανος Capitals: ΑΚΑΝΟΣ
Transliteration A: ákanos Transliteration B: akanos Transliteration C: akanos Beta Code: a)/kanos

English (LSJ)

ὁ, (ἀκή A, ἀκίς) A pine-thistle, Atractylis gummifera, Thphr. HP1.10.6, al. 2 thistle-head, ib.6.4.3.

German (Pape)

[Seite 68] ὁ, nach VLL. = ἄκανθα. Bei Theophr eine Distelart, und der dornige Fruchtkopf einiger Pflanzen, z. B. Ananas.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκᾰνος: ὁ, (ἀκή, ἀκίς), εἶδος ἀκάνθης, ἡ ἀκανθώδης κεφαλὴ καρπῶν τινων, ὡς τοῦ Ἀνανᾶ, ἴδε Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 6, καὶ ἀλλ. καὶ Schneid. Ind.· ἴδε καὶ Schleuin. Θησ. Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

[ᾰᾰ] ου (ὁ),
tête épineuse de certaines plantes, TH. H.P. 1.10.6, etc.
Étymologie: ἀκή.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
bot.
1 cabezuela espinosa del cardo ajonjero τὸ κύημα καὶ ἐν ᾧ τὸ ἄνθος ἢ καὶ ὁ καρπὸς ἄκανος Thphr.HP 6.4.3, σπερματικὸς ἄκανος Thphr.HP 6.4.9.
2 cardo ajonjero, Atractylis gummifera L., Thphr.HP 1.10.6, 9.12.1, Sm.Ib.31.40, Olymp.Iob 31.40 (cf. ἄκαν).
• Etimología: v. 2 ἀκή, ἀκίς.

Greek Monolingual

ἄκανος, ο (Α)
1. είδος αγκαθιού
2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα ακ- «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα, ἀκόνη ἄκων, ἀκόντιον, που συνδέονται όλες με τη σημασία του «οξύς, μυτερός, αιχμηρός». Ειδικότερα η λ. ἄκανος χρησιμοποιήθηκε ως βοτανικός όρος (πρβλ. και ἄκανθα), αφού σχηματίστηκε όπως πολλά άλλα ονόματα φυτών με το επίθημα -ανος (ἄκ-ανο-ς)
πρβλ. βάλανος, πλάτανος, πύ-ανος ράφ-ανος κ.ά. Η λ. ἄκανος μαρτυρείται άπαξ με τη μορφή αθέματου (τριτόκλιτου) τύπου, ως ἄκαν, -ανος. Ακόμη είναι η λ. που απετέλεσε πιθανώς τη βάση για τον σχηματισμό του πολύ εύχρηστου όρου ἄκανθα
ΠΑΡ. αρχ. ἀκανίζω, ἀκανικός, ἀκάνιον, ἀκανώδης. Βλ. και λήμμα ἀκ-].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: a thistle, Atractylis gummifera, dorniger Fruchtkopf (Thphr.);
Other forms: also ἄκαν, -νος LXX
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. for the formation πλάτανος, ῥάφανος, πύανος etc.; the word is generally derived from ἀκ- sharp, but the suffix -ανος rather points to a non-IE word (words like ἄκων, ἀκόνη rather confirm that the -α- is foreign).

Frisk Etymology German

ἄκανος: {ákanos}
Grammar: m.
Meaning: Distelart, Atractylis gummifera, dorniger Fruchtkopf (Thphr.);
Derivative: daneben ἄκαν, -νος LXX (4. Kōn. 14, 9). Ableitungen: ἀκανικός, ἀκανώδης, ferner ἀκανίζω (alle Thphr.) und ἀκάνιον H.
Etymology : Zur Bildung vgl. βάλανος, πλάτανος, ῥάφανος, πύανος usw.; zugrunde liegt das Element ἀκ- in ἀκή usw., zur n-Erweiterung vgl. noch ἄκαινα, ἄκων, ἀκόνη.
Page 1,51