ικανοποιώ: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ ἱκανοποιῶ, -έω) [[παρέχω]] [[ικανοποίηση]], [[αποδίδω]] το [[δίκαιο]], [[αποζημιώνω]] («ικανοποιήθηκε η πληγωμένη [[φιλοτιμία]] του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] που ανταποκρίνεται στις επιθυμίες, στις απαιτήσεις ή στις ανάγκες κάποιου («οι πληροφορίες τών εφημερίδων ικανοποίησαν το [[ενδιαφέρον]] του κοινού»)<br /><b>2.</b> [[εκπληρώνω]] [[προσδοκία]], [[ανταμείβω]] («η [[επιχείρηση]] ικανοποιεί αρκετά τους υπαλλήλους της»)<br /><b>3.</b> [[ανταποκρίνομαι]] στις προσδοκίες κάποιου («ικανοποίησε απόλυτα η [[απόφαση]] του δικαστηρίου»)<br /><b>4.</b> [[προσφέρω]] [[ευχαρίστηση]], [[ευαρεστώ]] («δεν τον ικανοποίησαν οι βαθμοί του»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ικανός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιώ]] (<span style="color: red;"><</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κακο</i>-[[ποιώ]], <i>μεγαλο</i>-[[ποιώ]]].
|mltxt=(Μ ἱκανοποιῶ, -έω) [[παρέχω]] [[ικανοποίηση]], [[αποδίδω]] το [[δίκαιο]], [[αποζημιώνω]] («ικανοποιήθηκε η πληγωμένη [[φιλοτιμία]] του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] που ανταποκρίνεται στις επιθυμίες, στις απαιτήσεις ή στις ανάγκες κάποιου («οι πληροφορίες τών εφημερίδων ικανοποίησαν το [[ενδιαφέρον]] του κοινού»)<br /><b>2.</b> [[εκπληρώνω]] [[προσδοκία]], [[ανταμείβω]] («η [[επιχείρηση]] ικανοποιεί αρκετά τους υπαλλήλους της»)<br /><b>3.</b> [[ανταποκρίνομαι]] στις προσδοκίες κάποιου («ικανοποίησε απόλυτα η [[απόφαση]] του δικαστηρίου»)<br /><b>4.</b> [[προσφέρω]] [[ευχαρίστηση]], [[ευαρεστώ]] («δεν τον ικανοποίησαν οι βαθμοί του»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ικανός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιώ]] (<span style="color: red;"><</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. [[κακοποιώ]], [[μεγαλοποιώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 24 August 2021

Greek Monolingual

(Μ ἱκανοποιῶ, -έω) παρέχω ικανοποίηση, αποδίδω το δίκαιο, αποζημιώνω («ικανοποιήθηκε η πληγωμένη φιλοτιμία του»)
νεοελλ.
1. δίνω κάτι που ανταποκρίνεται στις επιθυμίες, στις απαιτήσεις ή στις ανάγκες κάποιου («οι πληροφορίες τών εφημερίδων ικανοποίησαν το ενδιαφέρον του κοινού»)
2. εκπληρώνω προσδοκία, ανταμείβω («η επιχείρηση ικανοποιεί αρκετά τους υπαλλήλους της»)
3. ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες κάποιου («ικανοποίησε απόλυτα η απόφαση του δικαστηρίου»)
4. προσφέρω ευχαρίστηση, ευαρεστώ («δεν τον ικανοποίησαν οι βαθμοί του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ικανός + -ποιώ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. κακοποιώ, μεγαλοποιώ].