κριοκέφαλος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κριοκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> κολεόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας κεραμβυκίδες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[κεφάλι]] κριαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[κριοκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> κολεόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας κεραμβυκίδες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[κεφάλι]] κριαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[αιγοκέφαλος]], [[βουκέφαλος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:50, 24 August 2021
English (LSJ)
ον, A ram-headed, Hermes Trism.in Rev.Phil.32.254.
German (Pape)
[Seite 1510] mit einem Widderkopf, Ἄμμων, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑοκέφᾰλος: -ον, ὁ, ἔχων κεφαλὴν κριοῦ, κριοκέφαλος Ἄμμων Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 9.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κριοκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
ζωολ. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας κεραμβυκίδες
αρχ.
αυτός που έχει κεφάλι κριαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αιγοκέφαλος, βουκέφαλος.