παίδευμα: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paidevma | |Transliteration C=paidevma | ||
|Beta Code=pai/deuma | |Beta Code=pai/deuma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which is reared up]] or [[educated]], i.e. [[nursling]], [[scholar]], [[pupil]], <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>887</span>; [ὑμεῖς] παιδεύματα θεῶν ὄντες <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span> 24d</span>; μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ' <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>1100</span>; <b class="b3">πόντου παιδεύματα</b>, of fish, <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>27.5</span> (lyr.): in | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which is reared up]] or [[educated]], i.e. [[nursling]], [[scholar]], [[pupil]], <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>887</span>; [ὑμεῖς] παιδεύματα θεῶν ὄντες <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span> 24d</span>; μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ' <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>1100</span>; <b class="b3">πόντου παιδεύματα</b>, of fish, <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>27.5</span> (lyr.): in plural, of a single object, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hipp.</span> 11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[thing taught]], [[subject of instruction]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>1120.3</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 747c</span>(pl.), <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>7.6</span>, <span class="bibl">D.60.16</span>(pl.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1338a11</span>(pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[means of instruction]], κακόν τι π. ἦν ἄρ'… ὁ πλοῦτος <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>54</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:11, 14 September 2021
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is reared up or educated, i.e. nursling, scholar, pupil, E.El.887; [ὑμεῖς] παιδεύματα θεῶν ὄντες Pl.Ti. 24d; μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ' E.Andr.1100; πόντου παιδεύματα, of fish, Id.Fr.27.5 (lyr.): in plural, of a single object, Id.Hipp. 11. II thing taught, subject of instruction, S.Fr.1120.3, Pl.Lg. 747c(pl.), X.Oec.7.6, D.60.16(pl.), Arist.Pol.1338a11(pl.). 2 means of instruction, κακόν τι π. ἦν ἄρ'… ὁ πλοῦτος E.Fr.54.
German (Pape)
[Seite 439] τό, das Erzogene, Gegenstand der Erziehung, Zögling, Eur. El. 887; auch im plur., ἁγνοῦ Πιτθέως παιδεύματα, Hipp. 11, von Einem, vgl. Andr. 1102; γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν ὄντες, Plat. Tim. 24 d. – Der Gegenstand des Unterrichts, καλὰ τὰ παιδεύματα καὶ προσήκοντα γίγνοιτ' ἄν, Plat. Legg. V, 747 c; Xen. Oec. 7, 6 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
παίδευμα: τό, τὸ ἐκπαιδευθὲν ὑπό τινος, μαθητής, τρόφιμος, θρέμμα, Εὐρ. Ἠλ. 887, Πλάτ. Τίμ. 24D, κτλ.˙ μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματα, πρόβατα τῆς φυλλάδος θρέμματα τοῦ Παρνασσοῦ, Εὐρ. Ἀνδρ. 1100˙ πόντου παιδεύματα, ἐπὶ ἰχθύων, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 98Ε˙ - συχν. ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς μόνου προσώπου ἢ πράγματος, Ἱππόλυτος, ἁγνοῦ Πιτθέως παιδεύματα Εὐρ. Ἱππ. 11, Πλάτ. Τίμ. 24D· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051. ΙΙ. πρᾶγμα διδασκόμενον, ὑπόθεσις διδασκαλίας, μάθημα, μουσικῆς παιδεύματα, Σοφοκλ. (;) Ἀποσπ. 779, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 747C, Ξεν. Οἰκ. 7, 6, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 3, 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce qu’on a élevé ou instruit, élève, disciple ; poét. les poissons, les nourrissons de la mer;
2 ce qu’on a appris, connaissance, savoir.
Étymologie: παιδεύω.
Greek Monolingual
παίδευμα, τὸ (Α) παιδεύω
1. αυτός που εκπαιδεύεται, ο μαθητής, ο τρόφιμος («γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν ὂντες», Πλάτ.)
2. (και τον πληθ. για ένα μόνο πρόσ.) δημιούργημα, ανάθρεμμα («Ιππόλυτος, αγνού Πιτθέως παιδεύματα», Ευρ.)
3. (για ζώα) θρέμμα («πόντου παιδεύματα», Ευρ.)
4. το αντικείμενο της διδασκαλίας, μάθημα («ταῦτα μὲν τὰ παιδεύματα καὶ ταύτας τὰς μαθήσεις ἑαυτῶν εἶναι χάριν», Αριστοτ.)
5. μέσο εκπαίδευσης («κακόν τι παίδευμα ἦν ἄρ'... ὁ πλοῦτος», Ευρ.).
Greek Monotonic
παίδευμα: -ατος, τό (παιδεύω)·
I. αυτό το οποίο ανατρέφεται, που διδάσκεται, νήπιο, σχολιαρούδι, μαθητής, σε Ευρ. κ.λπ.· μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ', στον ίδ.· στον πληθ. λέγεται για ένα μόνο πράγμα, στον ίδ.
II. οτιδήποτε μπορεί να διδαχθεί, αντικείμενο διδασκαλίας, μάθημα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
παίδευμα: ατος τό
1) предмет обучения или преподавания, дисциплина, наука (παιδεύματα καλὰ καὶ προσήκοντα Plat.);
2) тж. pl. воспитанник, питомец (γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν Plat.): Πιτθέως παιδεύματα Eur. = Ἱππόλυτος; πόντου παιδεύματα Plut. = ἰχθύες; μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματα Eur. овцы, вскормленные лесистым Парнассом.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παίδευμα -ατος, τό [παιδεύω] leerling:. παιδεύματα θεῶν leerlingen van de goden Plat. Tim. 24d; μῆλα … Παρνασίας παιδεύματ ’ schapen, grootgebracht op de Parnassus Eur. Andr. 1101. leerstof.
Middle Liddell
παίδευμα, ατος, τό, παιδεύω
I. that which is reared up, taught, a nursling, scholar, pupil, Eur., etc.; μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ' Eur.:—in pl. of a single object, Eur.
II. a thing taught, subject of instruction, lesson, Xen.