συσσίτιον: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
mNo edit summary |
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syssition | |Transliteration C=syssition | ||
|Beta Code=sussi/tion | |Beta Code=sussi/tion | ||
|Definition=τό, only in | |Definition=τό, only in plural (exc. in <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1165</span>), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[common meal]], [[public mess]], such as were used in Crete and Sparta, <span class="bibl">Hdt.1.65</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>715</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>625e</span>, etc.; cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1271a33</span>, <span class="bibl">1272a1</span>, <span class="bibl">1330a3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[mess]], [[company]], <span class="bibl">Anaxil.19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[mess-room]], [[common-hall]], ἐν μέσῳ συσσιτίῳ κρατῆρας ἔστησ' E. l.c.; συσσίτια ἐν οἷς . . τὴν δίαιταν ποιητέον <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>762c</span>; σ. χειμερινά <span class="bibl">Id.<span class="title">Criti.</span>112b</span>; <b class="b3">γυμνάσια σ. τε</b> ibid.c; [[common-room]] of the Museum at Alexandria, <span class="bibl">Str.17.1.8</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:23, 14 September 2021
English (LSJ)
τό, only in plural (exc. in E.Ion1165), A common meal, public mess, such as were used in Crete and Sparta, Hdt.1.65, Ar.Ec.715, Pl.Lg.625e, etc.; cf. Arist.Pol.1271a33, 1272a1, 1330a3. 2 mess, company, Anaxil.19. II mess-room, common-hall, ἐν μέσῳ συσσιτίῳ κρατῆρας ἔστησ' E. l.c.; συσσίτια ἐν οἷς . . τὴν δίαιταν ποιητέον Pl.Lg.762c; σ. χειμερινά Id.Criti.112b; γυμνάσια σ. τε ibid.c; common-room of the Museum at Alexandria, Str.17.1.8.
Greek (Liddell-Scott)
συσσίτιον: [ῑ], τό, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. τὰ συσσίτια (πλὴν παρ’ Εὐρ. Ἔνθα κατωτέρω), κοινὸν φαγητόν, κοινὴ τράπεζα, κοινὸν δεῖπνον, οἷα ἦσαν ἐν χρήσει ἐν Κρήτῃ καὶ ἐν Σπάρτῃ, Ἡρόδ. 1. 65, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 715, Πλάτ., κλπ., πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 31., 2. 10, 7 κἑξ., 7. 10, 2. 2) συντροφία, συσσίτιον μέλλεις νοσηλεύειν; Ἀναξίλ. ἐν «Μαγείροις» 1, Στράβ. 793, πρβλ. φιλίτια, καὶ ἴδε ἐν λ. κινδυνεύω 4. 6. ΙΙ. αἴθουσα τοῦ σισσιτίου, δειπνητήριον κοινόν, ἐν μέσῳ ξυσσιτίῳ κρατῆρας ἔστησ’ Εὐρ. Ἴων 1165· ξυσσίτια ἐν οἷς... τὴν δίαιταν ποιητέον Πλάτ. Νόμ. 762C· σ. χειμερινὰ ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 112Β· γυμνάσια σ. τε αὐτόθι C.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
repas en commun ; τὰ συσσίτια syssities, repas communs auxquels prenaient part tous les citoyens en Crète et à Sparte.
Étymologie: σύσσιτος.
Syn. φιλίτια.
Greek Monotonic
συσσίτιον: [ῑ], τό, κατά κανόνα στον πληθ. συσσίτια, τά,
I. κοινό γεύμα, κοινό τραπέζι, κοινό δείπνο, όπως αυτά που συνήθιζαν να παραθέτουν στην Κρήτη και τη Σπάρτη, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
II. αίθουσα, τραπεζαρία που παρατίθεται το συσσίτιο, κοινή δειπνητήρια αίθουσα, σε Ευρ., Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συσσίτιον -ου, τό Att. ook ξυσσίτιον [σύσσιτος] gezamenlijke maaltijd (voor mannen, spec. in Sparta); ook ruimte voor gezamenlijke maaltijd, eetzaal.
Russian (Dvoretsky)
συσσίτιον: (σῑ) τό (преимущ. pl.) помещение для общих трапез, общественная столовая Eur., Plat.
Middle Liddell
συσσῑ́τιον, ου, τό, mostly in pl]
I. a common meal, public mess, such as were used in Crete and Lacedaemon, Hdt., Plat., etc.
II. a messroom, common-hall, Eur., Plat.