κατορθώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κατορθῶ]], [[κατορθόω]], Μ και [[κατορθώνω]])<br />[[φέρνω]] [[κάτι]] σε αίσιο [[τέλος]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] με [[επιτυχία]], [[καταφέρνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]] (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῦσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατορθοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />συγκρατούμαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατορθώνω]] εἰς τέφραν» — [[αποτεφρώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τακτοποιώ]], [[βάζω]] σε [[τάξη]] («αἱ δὲ λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ [[κηρία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[κάτι]] όρθιο, [[ανεγείρω]] («λαβοῡ, [[πάτερ]] μου, καὶ κατόρθωσον [[δέμας]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για σπασμένο ή εξαρθρωμένο [[οστό]]) [[επαναφέρω]] στη σωστή [[θέση]], [[ανατάσσω]]<br /><b>3.</b> [[επανορθώνω]], [[διορθώνω]] («[[πολλά]] τοι σμικροί λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁ κατορθῶν φρένα» — αυτός που έχει ορθή [[νοημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὀρθῶ</i> «[[σηκώνω]]»].
|mltxt=(ΑΜ [[κατορθῶ]], [[κατορθόω]], Μ και [[κατορθώνω]])<br />[[φέρνω]] [[κάτι]] σε αίσιο [[τέλος]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] με [[επιτυχία]], [[καταφέρνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]] (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῦσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[κατορθοῦμαι]], [[κατορθόομαι]]<br />συγκρατούμαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατορθώνω]] εἰς τέφραν» — [[αποτεφρώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τακτοποιώ]], [[βάζω]] σε [[τάξη]] («αἱ δὲ λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ [[κηρία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[κάτι]] όρθιο, [[ανεγείρω]] («λαβοῡ, [[πάτερ]] μου, καὶ κατόρθωσον [[δέμας]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για σπασμένο ή εξαρθρωμένο [[οστό]]) [[επαναφέρω]] στη σωστή [[θέση]], [[ανατάσσω]]<br /><b>3.</b> [[επανορθώνω]], [[διορθώνω]] («[[πολλά]] τοι σμικροί λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[κατορθῶν]] φρένα» — αυτός που έχει ορθή [[νοημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὀρθῶ</i> «[[σηκώνω]]»].
}}
}}

Revision as of 09:20, 27 October 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ κατορθῶ, κατορθόω, Μ και κατορθώνω)
φέρνω κάτι σε αίσιο τέλος, εκτελώ κάτι με επιτυχία, καταφέρνω να κάνω κάτι, επιτυγχάνω (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῦσιν», Πλάτ.)
μσν.
1. μέσ. κατορθοῦμαι, κατορθόομαι
συγκρατούμαι
2. φρ. «κατορθώνω εἰς τέφραν» — αποτεφρώνω
μσν.-αρχ.
τακτοποιώ, βάζω σε τάξη («αἱ δὲ λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ κηρία»)
αρχ.
1. στήνω κάτι όρθιο, ανεγείρω («λαβοῡ, πάτερ μου, καὶ κατόρθωσον δέμας», Ευρ.)
2. ιατρ. (για σπασμένο ή εξαρθρωμένο οστό) επαναφέρω στη σωστή θέση, ανατάσσω
3. επανορθώνω, διορθώνωπολλά τοι σμικροί λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς», Σοφ.)
4. φρ. «ὁ κατορθῶν φρένα» — αυτός που έχει ορθή νοημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀρθῶ «σηκώνω»].