ἔξαλμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "s. v.l." to "s. v.l.")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksalma
|Transliteration C=eksalma
|Beta Code=e)/calma
|Beta Code=e)/calma
|Definition=ατος, τό, ([[ἐξάλλομαι]])<br><span class="bld">A</span> = [[πήδημα]], Hsch.<br><span class="bld">II</span> [[distance]], [[interval]], τὸ μέγιστον ἔ. οὐρανὸς καὶ γῆ A.D.Adv.209.2 (s. v.l.), cf. Sch. D.P.30 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[ἔξαρμα]]); ἔξαλμα ἀπὸ ζῳδίου ἐπὶ ζῴδιον, of the sun or moon, Paul.Al.S.1, cf. Barbill. in Cat.Cod.Astr.8(3).104 (pl.).
|Definition=ατος, τό, ([[ἐξάλλομαι]])<br><span class="bld">A</span> = [[πήδημα]], Hsch.<br><span class="bld">II</span> [[distance]], [[interval]], τὸ μέγιστον ἔ. οὐρανὸς καὶ γῆ A.D.Adv.209.2 ([[si varia lectio|s. v.l.]]), cf. Sch. D.P.30 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[ἔξαρμα]]); ἔξαλμα ἀπὸ ζῳδίου ἐπὶ ζῴδιον, of the sun or moon, Paul.Al.S.1, cf. Barbill. in Cat.Cod.Astr.8(3).104 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:15, 1 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαλμα Medium diacritics: ἔξαλμα Low diacritics: έξαλμα Capitals: ΕΞΑΛΜΑ
Transliteration A: éxalma Transliteration B: exalma Transliteration C: eksalma Beta Code: e)/calma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐξάλλομαι)
A = πήδημα, Hsch.
II distance, interval, τὸ μέγιστον ἔ. οὐρανὸς καὶ γῆ A.D.Adv.209.2 (s. v.l.), cf. Sch. D.P.30 (nisi leg. ἔξαρμα); ἔξαλμα ἀπὸ ζῳδίου ἐπὶ ζῴδιον, of the sun or moon, Paul.Al.S.1, cf. Barbill. in Cat.Cod.Astr.8(3).104 (pl.).

German (Pape)

[Seite 866] τό, der Sprung heraus, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαλμα: τό, (ἐξάλλομαι), πήδημα ἔκ τινος μέρους εἰς ἄλλο, Ἀπολλών. π. Ἐπιρρ. 624. 7, Σχόλ. εἰς Διον. Π. 325, 35· ἀπόστασις, Ψευδο-Ἀθαν. IV. 1604C. ― Τροπικῶς, ἀγαλλίασις, ὑπερβάλλουσα χαρμονή, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 516C.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1salto βοῇ τε πολλῇ καὶ ἐξάλμασι χρώμενοι, καθάπερ ἐνθουσιῶντες en una procesión, Gr.Naz.M.36.516C, cf. Hsch.ε 3540, Zonar., ἐν τῇ τῶν ἐξαλμάτων ἄρσει de caballos Hippiatr.Cant.93.16.
2 astrol., en el zodíaco salto o elevación de planetas desde un domicilio zodiacal al siguiente ἕως ἂν ἔ. ποιήσηται ἀπὸ ζῳδίου ἐπὶ ζῴδιον Paul.Al.92.6, cf. 93.12, Barbillus en Cat.Cod.Astr.8(3).104.14.
3 impulso, estímulo ἐπειδὰν ... τὸ τοῦ οἴνου προσλάβωσιν ἔ. Basil.M.32.1325D, τὸ ἓν ἔ. τῆς κινήσεως Cyr.Al.M.77.1141D
fig. exultación τὸ ἓν ἔ. τῆς λαμπρότητος de la Trinidad, Gr.Naz.M.36.364B, cf. Ath.Al.M.28.1604C.
II distancia, intervalo τὸ γὰρ μέγιστον ἔ. οὐρανὸς καὶ γῆ A.D.Adu.209.2, cf. Sch.D.P.30.

Greek Monolingual

ἔξαλμα, το (AM) εξάλλομαι
1. άλμα, πήδημα
2. αγαλλίαση
αρχ.
απόσταση, διάστημα.